Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Έτσι όπως έχει πλέον ολοκληρωθεί το βασικό μέρος της Συμφωνίας των Πρεσπών όσον αφορά τη σχέση της Ελλάδας με τον έξω κόσμο -εγκαθιστώντας «μέσα» ένα δυσάρεστο, πλην σαφέστατο διχαστικό κλίμα- θα περίμενε κανείς ο βηματισμός της μεταμνημονιακής Ελλάδας να επωφεληθεί από τη θετική προδιάθεση απέναντι στη χώρα. Εκείνο που αφήνεται να φανεί, αντίθετα, είναι μια χαλάρωση των ρυθμών επικοινωνίας με τους «έξω».
Φάνηκε αυτό ήδη με τις στάσεις απέναντι στη μεταμνημονιακή Τρόικα, όπου περισσότερο επιδιώχθηκε να σπρώχνονται τα θέματα παρακάτω (ο συνδυασμός των περίπλοκων ισορροπιών στα κόκκινα δάνεια με τη -σωστή κατά βάσιν, εκεί που φτάσαμε…- λογική των 120 δόσεων για όλων των ειδών τις οφειλές κάνει το «παρακάτω» να ξεφεύγει), παρά να καταλήγουμε σε λύσεις.
Την ίδια στιγμή, η πρόδηλη αλλαγή συμπεριφοράς από πλευράς δανειστών στα ανώτερα/πιο κεντρικά επίπεδα -δεν ασκούνται πιέσεις ούτε καν διά διαρροών, πλην του ΔΝΤ που συνολικά είναι περιθωριοποιημένο- θα επέτρεπε στους χειριστές της ελληνικής πλευράς να επιδιώξουν και να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα, πλησιέστερα προς τις δικές τους θέσεις. Φάνηκε αυτό ήδη με το μέτωπο αύξησης του κατώτατου μισθού/κατάργησης του υποκατώτατου, όπου οι αντιρρήσεις Τρόικας δεν άρκεσαν για να ανακόψουν την αποφασιστικότητα Αχτσιόγλου να προχωρήσει και στο ανώτερο μέρος της ψαλίδας 5%-10% αύξηση και στον τερματισμό (ως φαίνεται) του υποκατώτατου, και τούτο παρά την πιθανότητα να βρεθούν μεν άνθρωποι με αισθητές αυξήσεις νομοθετημένου μισθού, αλλά (α) ορισμένοι να πιεσθούν προς μερική απασχόληση, (β) άλλοι να δουν την πραγματική καταβολή του μισθού τους ακόμη πιο αμφίβολη στην πράξη. Αντίστοιχα βλέπουμε στον ορίζοντα με την τριβή του ΤΧΣ και των διοικήσεων των συστημικών τραπεζών με το σύστημα της Φραγκφούρτης και των Βρυξελλών…
Οι ξένοι παρατηρητές/σχολιαστές της ελληνικής οικονομίας συχνά-πυκνά επαναφέρουν την έννοια της μεταρρυθμιστικής κόπωσης/reform fatigue. Η δική μας «πιάτσα» περισσότερο μένει στην προεκλογική αναγκαιότητα. Διερωτώμεθα μήπως είναι κάτι περισσότερο: μια νέα φάση πολιτικής εσωστρέφειας. Όσο τις ερχόμενες εβδομάδες θα δούμε να ξετυλίγονται ψηφοφορίες για νομοσχέδια, από την αύξηση του κατώτατου μέχρι τις πτυχές του ιδιωτικού χρέους, διαισθανόμαστε ότι -επί φόντου έντασης, βαθιάς κομματικής διαφωνίας!- όλα όσα μετρούν φιλολαϊκά θα υπερψηφίζονται χωρίς παρέκκλιση, ψιλο-συναινετικά.
Με αυτήν τη σκέψη κατά νου, να μεταφέρουμε στον αναγνώστη την -όπως πάντα διεισδυτική…- σκέψη του Βασίλη Ράπανου, παρατηρητή των διαρθρωτικών της ελληνικής οικονομίας. Μιλώντας στην «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», Μάιο του 2011, δηλαδή ακόμη επί Μνημονίου-1, παρατηρούσε: «Πολλά φιλόδοξα προγράμματα μεταρρυθμίσεων απέτυχαν, επειδή δεν έλαβαν υπόψη το απλό και αυτονόητο: ότι το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο καλείται να λειτουργήσει μια πολιτική είναι το ίδιο σημαντικό με την ίδια την πολιτική». Αυτή τη γενική σκέψη – θυμίζουμε ότι μιλούσε όταν είχε ήδη γίνει φανερό ότι το πρόγραμμα «διάσωσης»/Μνημόνιο-1 της ελληνικής οικονομίας κατέρρεε- την είχε προχωρήσει, τότε, με αναφορά και στην προσέγγιση των Acemoglu/Robinson, στο καθοριστικό τους «Why Nations Fail».
«Κύριοι παράγοντες που προσδιορίζουν τις διαφορές στο κατά κεφαλήν εισόδημα, μεταξύ χωρών, είναι οι διαφορές στους οικονομικούς θεσμούς. Οι διαφορές θεσμών μεταξύ χωρών αντανακλούν το αποτέλεσμα διαφορετικών συλλογικών επιλογών. Οι διάφορες συλλογικές επιλογές αντανακλούν διαφορές σε πολιτικούς θεσμούς και κατανομές πολιτικής εξουσίας […]. Ορισμένες χώρες έχουν παγιδευθεί σε πολιτικές ισορροπίες που συνεπάγονται κακούς θεσμούς. Για να επιλυθεί το πρόβλημα της ανάπτυξης, οφείλουμε να κατανοήσουμε ποια μέσα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε, ώστε να μετατοπισθεί μια κοινωνία από μια κακή σε μια καλή πολιτική ισορροπία».
Όπως έδειξαν τα χρόνια της κρίσης, που κατέφαγε μεγάλες πολιτικές παρατάξεις, ανέδειξε άλλες, πλην όμως μετατόπιση στην πολιτική ισορροπία δεν έφερε, ενώ είναι αμφίβολο και πόσο άλλαξε στάσεις βάθους:
«Χρειάζεται να σκεφθούμε έξω από τα συμβατικά πλαίσια, με τα οποία μας έχει εμποτίσει η νεοκλασική ανάλυση […]. Αυτό δεν είναι εύκολη υπόθεση: θα επιτευχθεί αν οι αλλαγές γίνουν από την ίδια την κοινωνία, όχι με επιβολή από εξωτερικούς συμβούλους». Σ’ αυτήν την πορεία, κατά Ράπανο εκείνο που χρειαζόταν εξαρχής είναι μια reality check analysis, «δηλαδή να βλέπουμε τι ισχύει, όχι τι νομίζει ή τι ρητορεύει κανείς ότι ισχύει». Στη συνέχεια, δε, να προχωρήσει η χώρα «σε μαζική μεταρρύθμιση αλλά με μια βάση εμπιστοσύνης, χωρίς την οποία δεν μπορούν να γίνουν αξιόπιστες αλλαγές με όρους αγοράς».
Όσο θα ξαναγράφεται, τώρα, η μεταμνημονιακή πορεία στην πράξη της οικονομίας -όχι στα συνθήματα ή στον κομματικό τσακωμό- τόσο η έννοια της χαμένης ευκαιρίας διαρθρωτικών αλλαγών θα εγκαθίσταται.