Skip to main content

Η επιστροφή της χρηματοοικονομικής απειλής;

Από την έντυπη έκδοση

Tου Μοχάμεντ Α. Ελ-Εριάν*

Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες των ανεπτυγμένων οικονομιών δεσμεύθηκαν ότι δεν θα αφήσουν ποτέ ξανά το τραπεζικό σύστημα να κρατήσει όμηρο την πολιτική, πόσο μάλλον να απειλήσει την οικονομική και κοινωνική ευημερία. Δεκατρία χρόνια αργότερα, έχουν εκπληρώσει μόνο εν μέρει αυτή τη δέσμευση. Ένα άλλο κομμάτι των χρηματοοικονομικών κινδυνεύει τώρα να καταστρέψει την πιθανή εξέλιξη -στην πραγματικότητα την εξέλιξη-, μια ανθεκτική, χωρίς αποκλεισμούς και βιώσιμη ανάκαμψη μετά το τρομερό σοκ του Covid-19.

Η ιστορία της κρίσης του 2008 έχει ειπωθεί πολλές φορές. «Ζαλισμένος» από τον τρόπο με τον οποίο οι χρηματοοικονομικές καινοτομίες, συμπεριλαμβανομένης της τιτλοποίησης, επέτρεψαν τον τεμαχισμό και κατακερματισμό του κινδύνου, ο δημόσιος τομέας έκανε πίσω ούτως ώστε να δώσει στη χρηματοδότηση περισσότερο χώρο για να κάνει τα μαγικά της. Ορισμένες χώρες προχώρησαν ακόμη περισσότερο από την υιοθέτηση μιας «ελαφριάς» προσέγγισης αναφορικά με τη ρύθμιση και την εποπτεία των τραπεζών και ανταγωνίσθηκαν σκληρά για να καταστούν μεγαλύτερα παγκόσμια τραπεζικά κέντρα, ανεξάρτητα από το μέγεθος των πραγματικών τους οικονομιών.

Αυτό που δεν έχει αναφερθεί, ήταν ότι η χρηματοδότηση βρισκόταν σε μια επικίνδυνη δυναμική υπερπήδησης, εξέλιξη που έγινε εμφανής στο παρελθόν και με άλλες σημαντικές καινοτομίες, όπως η ατμομηχανή αλλά και πρόσφατα οι οπτικές ίνες. Σε κάθε περίπτωση, η εύκολη και φθηνή πρόσβαση σε δραστηριότητες που στο παρελθόν ήταν σε μεγάλο βαθμό εκτός ορίων, τροφοδότησαν έναν πληθωρικό πρώτο γύρο υπερπαραγωγής και υπερκατανάλωσης.

Σίγουρα, τα «εργοστάσια» πίστωσης και μόχλευσης της Wall Street το παράκαναν, κατακλύζοντας την αγορά κατοικιών και άλλους τομείς με νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα που έφεραν λίγες εγγυήσεις. Για να διασφαλισθεί η γρήγορη απορρόφηση, οι τράπεζες χαλάρωσαν πρώτα τα πρότυπά τους -συμπεριλαμβανομένης της προσφοράς των λεγόμενων υποθηκών NINJA (χωρίς εισόδημα, χωρίς δουλειά, χωρίς περιουσιακά στοιχεία) τα οποία δεν απαιτούσαν επαλήθευση της πιστοληπτικής ικανότητας του οφειλέτη- και στη συνέχεια ασχολήθηκαν με τις ευρείας κλίμακας μεταξύ τους συναλλαγές.

Όταν οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες συνειδητοποίησαν τι συνέβαινε, ήταν πολύ αργά. Για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Αμερικανού οικονομολόγου Χέρμπερτ Στάιν, αυτό που ήταν μη βιώσιμο αποδείχθηκε μη βιώσιμο. Η χρηματοοικονομική κρίση που ακολούθησε εμπεριείχε τον κίνδυνο να προκαλέσει παγκόσμια ύφεση και ανάγκασε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να διασώσουν εκείνους των οποίων η απερίσκεπτη συμπεριφορά είχε δημιουργήσει το πρόβλημα.

Σίγουρα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής εισήγαγαν επίσης μέτρα αντιστάθμισης του κινδύνου («de-risk») στις τράπεζες. Αύξησαν τα κεφαλαιακά αποθέματα, βελτίωσαν την επιτόπου εποπτεία και απαγόρευσαν ορισμένες δραστηριότητες. Ωστόσο, παρόλο που οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες κατάφεραν να μειώσουν τους συστημικούς κινδύνους που προήλθαν από το τραπεζικό σύστημα, απέτυχαν να κατανοήσουν και να παρακολουθήσουν αρκετά προσεκτικά τι συνέβη τότε με αυτόν τον κίνδυνο.

Στην εκδήλωση της κρίσης, το κενό που προέκυψε σύντομα συμπληρώθηκε από τον μη τραπεζικό τομέα, του οποίου η ρύθμιση και η εποπτεία εξακολουθούσε να μην είναι αυστηρή. Έτσι, ο χρηματοπιστωτικός τομέας συνέχισε να αναπτύσσεται σημαντικά, τόσο σε απόλυτους όρους όσο και σε σχέση με τις εθνικές οικονομίες. Οι κεντρικές τράπεζες βάλτωσαν σε μια ανθυγιεινή αλληλεξάρτηση με τις αγορές, χάνοντας την ευελιξία της πολιτικής και διακινδυνεύοντας τη μακροπρόθεσμη αξιοπιστία τους που είναι κρίσιμη για την αποτελεσματικότητά τους. Στην πορεία, τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία και τα ποσοστά χρέους αυξήθηκαν σε επίπεδαρεκόρ, όπως και το χρέος και ο ισολογισμός της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ.

Δεδομένων των μεγεθών αυτών, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι συγκεκριμένα οι κεντρικές τράπεζες προχωρούν πολύ προσεκτικά αυτές τις μέρες, φοβούμενες ότι θα διαταράξουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές με τρόπο που θα υπονόμευε την οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία. Σε μια «λεωφόρο» του χρηματοπιστωτικού τομέα όπου πάρα πολλοί συμμετέχοντες οδηγούν πολύ γρήγορα -μερικοί απερίσκεπτα- είχαμε ήδη τρία «σχεδόν» ατυχήματα φέτος, που συμπεριελάμβαναν την αγορά δημόσιου χρέους, την επίθεση των μικροεπενδυτών στα hedge funds και την αθρόα μόχλευση ενός οικογενειακού γραφείου που προκάλεσε ζημιές ύψους 10 δισ. δολαρίων σε μια ομάδα τραπεζών. Χάρη σε κάποια καλή τύχη, κάθε ένα από αυτά τα γεγονότα δεν προκάλεσε σημαντική συσσώρευση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολό του, όχι όμως από τα επίσημα μέτρα πρόληψης των κρίσεων.

Η μακροχρόνια αλληλεξαρτώμενη σχέση των κεντρικών τραπεζών με τον χρηματοπιστωτικό τομέα φαίνεται ότι οδήγησε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να πιστεύουν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να τον απομονώσουν από τη σκληρή πραγματικότητα της πανδημίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια ακόμη πιο εντυπωσιακή αποσύνδεση μεταξύ της Wall Street και της Main Street και έδωσε μια επιπλέον ανησυχητική ώθηση στην περιουσιακή ανισότητα. Τους 12 μήνες έως τον Απρίλιο του 2021 ο συνδυασμένος πλούτος των δισεκατομμυριούχων στην ετήσια παγκόσμια λίστα του περιοδικού Forbes αυξήθηκε κατά 5 τρισ. δολάρια, σε 13 τρισ. δολάρια. Και οι δισεκατομμυριούχοι σε παγκόσμιο επίπεδο αυξήθηκαν κατά περίπου 700 σε σχέση με το προηγούμενο έτος, φθάνοντας στο υψηλό όλων των εποχών, σε περισσότερους από 2.700.

Δεν θα είναι συνετό για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής απλώς να ελπίζουν για το καλύτερο – δηλαδή, έναν τύπο χρηματοοικονομικής deus ex machina στον οποίο μια ισχυρή και γρήγορη οικονομική ανάκαμψη «εξαργυρώνει» την τεράστια αύξηση του χρέους, της μόχλευσης και των αποτιμήσεων των περιουσιακών στοιχείων. Αντ’ αυτού, πρέπει να δράσουν τώρα για να μετριάσουν την υπερβολική ανάληψη των κινδύνων από τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Αυτό πρέπει να περιλαμβάνει τον περιορισμό και τη μείωση του ποσοστού του χρέους· την επιβολή αυστηρότερων κριτηρίων για την καταλληλότητα των χρηματιστών· την ενίσχυση της αξιολόγησης, της εποπτείας και της ρύθμισης των μη τραπεζικών ιδρυμάτων· και τη μείωση των φορολογικών πλεονεκτημάτων των τωρινών ευνοημένων επενδυτικών κερδών.

Αυτά τα βήματα, τόσο μεμονωμένα όσο και συλλογικά, δεν αποτελούν από μόνα τους πανάκεια για ένα επίμονο και αυξανόμενο πρόβλημα. Όμως αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για περαιτέρω καθυστέρηση. Όσο περισσότερο αφήνουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής τη σημερινή δυναμική, τόσο μεγαλύτερη είναι η απειλή για την οικονομική και κοινωνική ευημερία και τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να ξεσπάσει μια ακόμη κρίση -αδίκως και παρά έπειτα από μια δεκαετία υποσχέσεων- στον ίδιο τομέα, όπως την τελευταία φορά.

*Ο Μοχάμεντ Α. Ελ-Εριάν, πρόεδρος του Queens’ College, στο πανεπιστήμιο του Cambridge, ήταν πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Παγκόσμιας Ανάπτυξης επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα.

Copyright: Project Syndicate, 2021 www.project-syndicate.org