Skip to main content

Τα μηνύματα της κάλπης: Αριστερά, δεξιά, μεσαίος χώρος

Τι σηματοδοτεί η ιστορική νίκη της αριστεράς; Ποια είναι η βάση της τριχοτόμησης της δεξιάς; Πού οφείλεται η αφαίμαξη του μεσαίου χώρου; Τρεις νέοι πολιτικοί επιστήμονες «μεταφράζουν» το εκλογικό αποτέλεσμα και εξάγουν χρήσιμα συμπεράσματα για τη διάταξη του ελληνικού κομματικού συστήματος.

Η Αριστερά στους «δαιδάλους» της εξουσίας: πλευρές μίας ιστορικής εκλογικής αναμέτρησης

του Κώστα Ελευθερίου*

Το «Πρώτη Φορά Αριστερά» είναι μάλλον το σύνθημα που χαρακτηρίζει τη ρηξιακή εκλογή της 25ης Ιανουαρίου 2015. Και αυτό γιατί η μεγάλη εκκρεμότητα της μεταπολιτευτικής πολιτικής, η συστοίχιση, δηλαδή, της υποτιθέμενης αριστερής ηγεμονίας στο πολιτιστικό πεδίο με την κυριαρχία στο πολιτικό πεδίο, φαίνεται πως εν μέρει διευθετήθηκε με την εντυπωσιακή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ παρά την οριακή απώλεια της αυτοδυναμίας. Η εκλογική επιτυχία του κόμματος είναι απόληξη μίας μακράς πορείας μεταβολής της εν γένει εκλογικής του φυσιογνωμίας από ένα μικρό κόμμα του 4% σε ένα κόμμα εξουσίας που ξεπέρασε το 35%. Υπάρχουν ουκ ολίγα στοιχεία που αξίζει να αναδειχθούν για την εκλογική παρουσία του νέου κυβερνητικού κόμματος, ωστόσο εδώ είναι απαραίτητη μία πρωταρχική παρατήρηση: η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ αντικατοπτρίζει ένα σώμα συλλογικών προσδοκιών από ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας που σχετίζεται με την αμφισβήτηση της έως τώρα διαχείρισης του οικονομικού προβλήματος της χώρας. Είτε αυτή η αμφισβήτηση βασίζεται σε πιο μετριοπαθείς είτε σε πιο ριζοσπαστικές επιδιώξεις, συνιστά, ως ένα βαθμό, μία σταθερή κοινωνική έδρα για τις προγραμματικές στοχεύσεις του κόμματος. Ως εκ τούτου, η πολιτική ταυτότητα “Αριστερά”, διαμέσου της εκλογικής διαδικασίας, καθίσταται από “άσκηση επί χάρτου” εναλλακτική πολιτική απάντηση – με τα όποια αποτελέσματα πιθανόν υπάρξουν.

Σε κάθε περίπτωση αξίζει να προσδιορίσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά της εκλογικής αναμέτρησης τα οποία, κατά τη γνώμη μας, είναι απαραίτητα για να παρακολουθήσουμε το γεγονός της εκλογικής επιτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ:

1. Ο βαθμός της κοινωνικής δυσαρέσκειας και δυσφορίας ο οποίος εδώ και μήνες έδειχνε ότι είχε διαμορφώσει μεταβολές στάσεων και νομιμοποιούσε στην κοινή γνώμη την ιδέα της κυβερνητικής αλλαγής. Συνακόλουθα αυτό τεκμαίρεται και από τη διαρκή διαρροή ψηφοφόρων από τη ΝΔ προς τον ΣΥΡΙΖΑ (περί το 10% έως και την τελευταία εβδομάδα των εκλογών) που δείχνει ότι ορισμένες επιλογές της απελθούσας κυβέρνησης – ιδίως ο ΕΝΦΙΑ – δημιουργούσαν ρήγματα στην παραδοσιακή νεοδημοκρατική βάση (βλ. μικροϊδιοκτησία).

2. Η αντίστιξη της στρατηγικής του «φόβου» προς την στρατηγική της «ελπίδας» λειτούργησε ενισχυτικά προς την καλύτερη εμπέδωση του πολιτικού μηνύματος του ΣΥΡΙΖΑ. Στην ουσία η ΝΔ εκκινούσε την προεκλογική της εκστρατεία προεξοφλώντας την εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ και προωθώντας μία οιονεί αντιπολιτευτική προπαγάνδα. Αυτό επέτρεπε στον τελευταίο να αρθρώνει έναν θετικό λόγο ο οποίος (α) μπορούσε να λειτουργεί συνεκτικά προς διαφορετικά τμήματα του εκλογικού ακροατηρίου (β) αναδείκνυε μία, έστω θολή, προοπτική για τον ψηφοφόρο (γ) υπερκερνούσε τις αναπόφευκτες αντιφάσεις που χαρακτήριζαν το προγραμματικό σχέδιο του κόμματος.

3. Ως προς τη γεωγραφική κατανομή του αποτελέσματος φαίνεται ότι η εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί τις προκείμενες του Ιουνίου 2012, δηλαδή κυριαρχία στα μεγάλα αστικά κέντρα, με μία ταυτόχρονα ισχυρή τάση ομογενοποίησης της εκλογικής του επιρροής στο σύνολο της επικράτειας. Η ανάδειξη της προοπτικής “ΣΥΡΙΖΑ” υπερέβη τόσο ηλικιακές όσο και κοινωνικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες δίχασαν το εκλογικό σώμα στον Ιούνιο του 2012. Κάπως έτσι εξηγείται και η μεγάλη διάφορά από το δεύτερο και το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό για τα δεδομένα του εντός κρίσης κομματικού ανταγωνισμού.

4. Τέλος, ο προεκλογικός αγώνας ήταν προέκταση και δύο οργανωτικών εξελίξεων των τελευταίων δυόμιση χρόνων, που ως ένα σημείο, πρέπει να σημειώσουμε, υπονόμευσαν και τη συλλογική λειτουργία του κόμματος. Πρώτον η σαφής αυτονόμηση της ηγεσίας ως εσωκομματικού παίκτη σε σχέση με το οργανωμένο κόμμα που δικαιολογείται ως μόνος τρόπος υπέρβασης της “πολυφωνίας” των “συνιστωσών”. Και δεύτερον, η ανάδειξη του ρόλου των “αριστερών” τεχνοκρατών – βλ. οι περίφημοι οικονομολόγοι του ΣΥΡΙΖΑ – στην δόμηση και εφαρμογή του προγραμματικού πλαισίου, η οποία λειτούργησε ως έναν βαθμό και ως νομιμοποιητική βάση του κυβερνητικού αιτήματος του κόμματος. Αυτές οι δύο εξελίξεις υποθέτουμε ότι θα είναι καθοριστικές και για το μοντέλο κυβέρνησης που θα επιλέξει ο ΣΥΡΙΖΑ εις το εξής.

Οι όποιες στοχοθετήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, βέβαια, τελούν υπό μία βασική αίρεση, η οποία θα κρίνει και τη διάρκεια της κυβερνητικής απόπειρας του κόμματος. Αυτή σχετίζεται με τη δυνατότητα επίτευξης μιας άλλης και επωφελέστερης συμφωνίας με τους δανειστές, η οποία θα λειτουργήσει και ως κατώφλι για την περαιτέρω σταθεροποίηση της κυβέρνησης Τσίπρα. Το παράδοξο αυτής της συνθήκης είναι αναμενόμενο: προϋπόθεση για την προώθηση των προαναγγελλόμενων ριζοσπαστικών μεταβολών στις εργασιακές σχέσεις, το παραγωγικό μοντέλο, τη δημόσια διοίκηση, την παιδεία κ.ο.κ. είναι η επιτυχής έκβαση μίας καθαρά “συστημικής” διαδικασίας που περιλαμβάνει την (επανα)διαπραγμάτευση, άρα και τους πιθανούς ελιγμούς και συμβιβασμούς. Το επείγον αυτής της εκκρεμότητας συμπυκνώνει δραματικά τον πολιτικό χρόνο που έχει στη διάθεσή του ο κ. Τσίπρας, αλλά ταυτόχρονα πολλαπλασιάζει και τα οφέλη μίας πιθανής επιτυχίας.

*Ο Κώστας Ελευθερίου είναι υποψήφιος διδάκτορας πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθήνας και επιστημονικός συνεργάτης της εταιρείας ερευνών ProRata.

Τα πολλά πρόσωπα της Δεξιάς

του Άγγελου Χρυσόγελου

Οι εκλογές της Κυριακής επιβεβαίωσαν την κοινωνική και ιδεολογική διχοτόμηση, καθώς και κομματική τριχοτόμηση, της Ελληνικής Δεξιάς στα χρόνια της κρίσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Δεξιά είναι η μοναδική παράταξη που έχει υποστεί τέτοιου τύπου διχασμό. Η μεν Αριστερά είναι προφανώς «αντιμνημονιακή» στο σύνολό της, η δε πάλαι ποτέ ηγεμονεύουσα Κεντροαριστερά μπορεί να έχει υποστεί εκλογική αφαίμαξη και κομματικό κατακερματισμό, οι δυνάμεις που διατηρεί όμως συμφωνούν όλες τουλάχιστον στον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας και τις μεταρρυθμίσεις που αυτός προϋποθέτει. Αντίθετα η Δεξιά διατρέχεται πλέον από ένα βαθύ και διαρκές ρήγμα μεταξύ μιας «φιλοευρωπαϊκής» Νέας Δημοκρατίας και ενός «αντιμνημονιακού» χώρου που διαμοιράζεται μεταξύ της εξτρεμιστικής Χρυσής Αυγής και της λαϊκιστικής, ευρωσκεπτικιστικής Δεξιάς των Ανεξαρτήτων Ελλήνων. Αυτό το ρήγμα αποτυπώνεται στις περισσότερες διαστάσεις της ψήφου (ηλικία, κοινωνικοοικονομική κατηγορία κλπ), τόσο ώστε να γίνεται εμφανές ότι αφορά πλέον μόνιμες και δομικές διαιρετικές τομές που διατρέχουν την Δεξιά και όχι απλά συγκυριακές διαφορές μεταξύ κομμάτων ή προσώπων.

Αν και φαίνεται να επικρατεί η διαπίστωση ότι η προεκλογική στρατηγική και γενικά η ιδεολογική μετατόπιση της ΝΔ προς τα δεξιά συνετέλεσαν στην ήττα της, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι σε αυτές τι εκλογές η ΝΔ έχασε λιγότερο από 2% σε σχέση με το ποσοστό του Ιουνίου του 2012, παρά την μικρή δημοφιλία της κυβέρνησης της οποίας ηγείτο. Η ΝΔ εξέρχεται αυτών των εκλογών ως ένας  εκ των δυο «πυλώνων» του κομματικού συστήματος, ένα κόμμα που κατέχει πρωτεύουσα θέση τόσο μέσα στην Δεξιά όσο και μέσα σε μια δυνητική φιλοευρωπαϊκή «αστική παράταξη» που θα περιλάμβανε την κεντροδεξιά και την κατακερματισμένη Κεντροαριστερά. Η ανάδειξη ενός αντιμνημονιακού αριστερού κόμματος ως αξιωματική αντιπολίτευση το 2012, αλλά και η ανάδυση της αντιμνημονιακής Δεξιάς, δημιούργησαν τόσο την ανάγκη όσο και την ευκαιρία στην ΝΔ να συσπειρώσει ένα μη ευκαταφρόνητο ακροατήριο μέσω ενός πολιτικού λόγου που ήταν ταυτόχρονα φιλοευρωπαϊκός και ριζοσπαστικά δεξιός, τόσο οικονομικά όσο, κυρίως, αξιακά. Αυτή η σύζευξη φιλοευρωπαϊσμού και ριζοσπαστικού δεξιού προφίλ επέτρεψε στην ΝΔ να διαφυλάξει σε μεγάλο βαθμό τα κέρδη του Ιουνίου του 2012.

Η Χρυσή Αυγή διατηρήθηκε στο επίπεδο των 400 χιλιάδων ψήφων που είχε συγκεντρώσει στις διπλές εκλογές του 2012. Μετά τον ΣΥΡΙΖΑ και την ΝΔ, η ΧΑ ήταν το τρίτο κόμμα σε ποσοστό συσπείρωσης, ακόμα και της διευρυμένης δύναμής της των Ευρωεκλογών του 2014.

Το ερώτημα για το μέλλον αφορά την αντιπολιτευτική τακτική της ΝΔ απέναντι σε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η συμμετοχή των ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση εξουδετερώνει (προσωρινά τουλάχιστον) την ικανότητα της ΝΔ να χρησιμοποιήσει αντιαριστερή ρητορεία ως αντιπολιτευτικό εργαλείο και μέσο συσπείρωσης. Αναδεικνύει επίσης δυνητικά το κόμμα του Πάνου Καμμένου σε ελκυστική εναλλακτική επιλογή δεξιών ψηφοφόρων που θα θέλουν να επιδοκιμάσουν τις όποιες επιτυχίες μιας «αντιμνημονιακής» κυβέρνησης χωρίς να ψηφίσουν Αριστερά στο μέλλον (βεβαίως η άλλη πλευρά του νομίσματος για τους ΑΝΕΛ είναι ότι συνήθως τις αποτυχίες μιας κυβέρνησης συνασπισμού τις πληρώνει ο μικρότερος εταίρος, όπως η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ απέδειξε).

Η παραμονή του Αντώνη Σαμαρά στην ηγεσία του κόμματος θα ήταν μια τακτικά και εκλογικά προφανής λύση αν η ΝΔ είχε απέναντί της μια καθαρά αριστερή κυβέρνηση. Τώρα όμως τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η παρουσία του πρώην πρωθυπουργού στην ηγεσία του κόμματος θέτει προσκόμματα στην ικανότητα της ΝΔ να ηγηθεί μιας μετριοπαθούς φιλοευρωπαϊκής «αντιλαϊκιστικής» αντιπολίτευσης, που θα ήταν το πιο λογικό επακόλουθο του σχηματισμού μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η ΝΔ βρίσκεται προ του διλήμματος: Να επιμείνει στο δεξιό προφίλ της με τον κίνδυνο να αρχίσει να υφίσταται απώλειες προς μια ενδεχομένως ανασυγκροτούμενη Κεντροαριστερά. Ή να στραφεί προς την οικοδόμηση αυτής της «αστικής συμμαχίας» ενάντια στην κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου  με τον κίνδυνο όμως να επαναενεργοποιηθούν ροές προς την ΧΑ. Και όλα αυτά ενώ εκκρεμούν ακόμα η οργανωτική ανασυγκρότηση, η στελεχιακή αναζωογόνηση και η σοβαρή ιδεολογική αναζήτηση στο εσωτερικό του κόμματος. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Ελληνική Δεξιά θα πορευτεί για πολύ καιρό ακόμη διασπασμένη και σε μια κατάσταση διαρκούς ρευστότητας.

*Ο Άγγελος Χρυσόγελος είναι λέκτωρ Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Λίμερικ και εταίρος του Ινστιτούτου Συντηρητικής Πολιτικής (ΙΝΣΠΟΛ, conservatives.gr).

Υπάρχει χώρος για το μεσαίο χώρο;

της Αλεξίας Κατσανίδου*

Οι εκλογές της Κυριακής έφεραν ακόμη ένα βήμα πιο κοντά τον νέο δικομματισμό και συρρίκνωσαν τον ήδη κατακερματισμένο μεσαίο χώρο. Η αυξανόμενη ιδεολογική πόλωση αλλά και η πίεση που ένιωθαν οι ψηφοφόροι να βγάλουν κυβέρνηση οδήγησε σε εκλογική αφαίμαξη του. Σε αυτές τις εκλογές ο μεσαίος χώρος εκπροσωπείτε από πέντε κόμματα με διαφορετικό μέγεθος και ιστορία: Το Ποτάμι (6,05%), ΠΑΣΟΚ (4,48%), Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών (2,46%), Ένωση Κεντρώων (1,79%), ΔΗΜΑΡ/Πράσινοι (0,49%). Όλα τα παραπάνω κόμματα κινούνται ιδεολογικά ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την Νέα Δημοκρατία στον άξονα αριστεράς-δεξιάς. Ο άξονας αυτός αφορά πλέον την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό συντηρητισμό και την κοινωνική ανεκτικότητα και όλα τα παραπάνω κόμματα τοποθετούνται με περισσότερη ή λιγότερη ένταση υπέρ της κοινωνικής ανεκτικότητας υποστηρίζοντας κοινωνικές αλλαγές σε θέματα μετανάστευσης, δικαιωμάτων μειονοτικών κοινωνικών ομάδων, οικολογίας και κοινωνικού φιλελευθερισμού. Η σημαντικότερη αντιπαράθεση των εκλογών έγινε όμως στον άξονα που περιλαμβάνει τον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας και την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης εντός ή εκτός του μνημονίου. Και σε αυτόν τον διαχωρισμό δηλώνουν όλα τα κόμματα του κεντρώου χώρου σύμφωνα με ένα Ευρωπαϊκό μέλλον, ζητούν  την παραμονή στο ευρώ και τίθενται υπέρ των μεταρρυθμίσεων. Ο κατακερματισμός του κεντρώου χώρου δεν εξηγείται με ιδεολογική βάση μιας και όλα τα κόμματα παρουσιάζουν στην ουσία την ίδια ιδεολογία. Εξηγείται μόνο με βάση την ιστορική συγκυρία.

Η ψήφος στον μεσαίο χώρο είναι κατά πρώτο λόγο μια ψήφος κατά της πολιτικής της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Η μη επιτυχής διαχείριση της κρίσης παρά τον ξεκάθαρο φιλευρωπαϊκό προσανατολισμό της Νέας Δημοκρατίας σε συνδυασμό με την έντονη ιδεολογική μετατόπιση της προς τα δεξιά σε αξιακά θέματα αποξένωσε πιθανούς ψηφοφόρους που τελικά παρέμειναν στο κέντρο. Κατά δεύτερο λόγο η ψήφος στον μεσαίο χώρο αποτελεί μια αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν κατάφερε να τους πείσει με το οικονομικό του πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της κρίσης παρά την αποτυχία της Νέας Δημοκρατίας. Η επιλογή ενός από τα κεντρώα κόμματα δείχνει είτε μία καθαρά ιδεολογική επιλογή υπέρ του Ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας και μιας ανοιχτής κοινωνίας χωρίς εθνικιστικές κορώνες. Επίσης δείχνει μια γενναία επιλογή γιατί εμπεριέχει την άρνηση να αποδεχτούν οι πολίτες την ιδεολογική πόλωση και τον εκβιασμό για τη δημιουργία μονοκομματικής κυβέρνησης. Στην ουσία η επιλογή κόμματος του κεντρώου χώρου ήταν και επιλογή κυβερνητικής συνεργασίας. Οι πολίτες επιλέγοντας ΠΑΣΟΚ ή Ποτάμι δήλωσαν πως επιθυμούν μια κυβέρνηση συνεργασίας και κατ‘ επέκταση ένα μετριοπαθή κυβερνητικό εταίρο για το πρώτο κόμμα όποιο και αν είναι αυτό.

Το εκλογικό αποτέλεσμα του ΠΑΣΟΚ είναι ενδεικτικό της συνεχόμενης και μάλλον μη αναστρέψιμης φθίνουσας πορείας του. Φαίνεται πως πληρώνει τα κρίματα όλων των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης, χρεώνεται την κρίση και την κακή διαχείριση της καθώς και την μη διαφοροποιημένη οικονομική του πολιτική από τη Νέα δημοκρατία. Το χαρτί του υπεύθυνου κόμματος δεν έπεισε, ειδικά λόγω της παρουσία εναλλακτικών.

Το Ποτάμι κέρδισε τους ψηφοφόρους με τη φρεσκάδα του νέου και είναι το μόνο κεντρώο κόμμα που προσέλκυσε ψήφους εκτός των στεγανών του συγκεκριμένου χώρου. Σε αυτό το κόμμα βρήκαν καταφύγιο ψηφοφόροι της ΔΗΜΑΡ και του ΠΑΣΟΚ και το ανέβασαν στην τέταρτη θέση, παρ‘ όλη την μικρή πορεία του και τις κατηγορίες κατά του για απολιτική στάση και έλλειψη συγκριμένων θέσεων.

Η πραγματική έκπληξη των εκλογών ήταν η ψήφος στην Ένωση Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη. Η πρώτη ανάγνωση δείχνε πως πρόκειται για ψήφο διαμαρτυρίας και απογοήτευσης από το σύνολο των κομμάτων. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια εναλλακτική στην λευκή ψήφο, μιας και ο Λεβέντης είναι γνωστός για την αιχμηρή κριτική του. Όμως στο μέλλον μπορεί να αποδειχθεί πως πρόκειται για μία συνειδητή ψήφο με βάση το ήθος και τις πολιτικές θέσεις του κόμματος το οποίο από το 1992 διεκδικεί την ιστορική συνέχεια του κεντρώου πολιτικού χώρου, αλλά ποτέ δεν κέρδισε περισσότερο από το 0,6% των ψήφων.

Τα κόμματα του κεντρώου χώρου λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία τροφοδοτώντας ψήφους το ένα στο άλλο, χωρίς να προσελκύουν ψήφους από άλλους πολιτικούς χώρους με μόνη ίσως εξαίρεση το Ποτάμι.  Το μεγάλο ερώτημα για αυτόν τον πολιτικό χώρο είναι κατά πόσο θα μπορέσει να ξεπεράσει τις ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στον κατακερματισμό του και θα μπορέσει να δουλέψει με βάση την ιδεολογική συνάφεια. Η αναδιοργάνωση του χώρου και δημιουργία ενός συλλογικού φορέα είναι απαραίτητα για την επιβίωση του. Διαφορετικά όλα τα υπάρχοντα κόμματα κινδυνεύουν να απορροφηθούν από τους δύο νέους πυλώνες του κομματικού συστήματος και να συμβάλουν με την αποτυχία αναδιοργάνωσης τους στην αυξανόμενη πόλωση και τον νέο δικομματισμό.

*Η Αλεξία Κατσανίδου είναι ερευνήτρια Πολιτικών Επιστημών και διευθύντρια στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών GESIS της Γερμανίας.