Του Στράτου Στρατηγάκη
Μαθηματικού – Ερευνητή
[email protected]
Δώστε προσοχή στις προτιμήσεις σπουδών των υποψηφίων συστήνει ο ΟΟΣΑ, γιατί αυτοί είναι καλοί κριτές του εαυτού τους. Γνωρίζουν δηλαδή καλύτερα από όλους σε ποιους τομείς είναι καλοί σε ποια εργασία μπορεί να τα καταφέρουν σε σχέση με μία άλλη και ακολουθώντας τις επιθυμίες τους, το δρόμο της καρδιάς τους λέμε εμείς, θα έχουν και αυξημένη παραγωγικότητα, πράγμα που ενδιαφέρει πρωτίστως τον ΟΟΣΑ. Εκτός από την αυξημένη παραγωγικότητα θα είναι και ευτυχισμένοι, πράγμα σημαντικότερο, θα προσθέσουμε εμείς.
Αναφέρει χαρακτηριστικά η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση στην Ελλάδα ότι ο κεντρικός καθορισμός του αριθμού των εισακτέων από το Υπουργείο Παιδείας δείχνει ότι δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε οι επιθυμίες των υποψηφίων ούτε οι ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Δεν είναι μόνο ο κεντρικά οριζόμενος αριθμός των εισακτέων. Το ελληνικό κράτος στο σχεδιασμό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έλαβε υπόψη του τις επιθυμίες σπουδών των υποψηφίων; Η αλήθεια είναι ότι έλαβε υπόψη ένα σωρό άλλους παράγοντες, πολλούς από αυτούς άσχετους με την εκπαίδευση, αλλά ποτέ δεν ασχολήθηκε με τη ζήτηση για επαγγέλματα ούτε τις επιθυμίες και τις επιλογές σπουδών των υποψηφίων.
Είναι πράγματι εξαιρετικά δύσκολο να σχεδιάσεις την τριτοβάθμια εκπαίδευση με κριτήριο τη ζήτηση των επαγγελμάτων γιατί είναι αδύνατο να προβλέψεις τη ζήτηση σ’ ένα κόσμο που αλλάζει ραγδαία, αλλά δεν είναι και σωστή η απόλυτη ευθυγράμμιση των σπουδών με το μελλοντικό επάγγελμα. Είναι, όμως, εφικτό να σκέφτεσαι τη γενική κατεύθυνση προς την οποία εξελίσσεται ο κόσμος μας και να προσπαθείς να μην πηγαίνεις αντίθετα.
Αυτό που είναι εύκολο είναι να δεις τι προτιμούν να σπουδάσουν οι υποψήφιοι και να το λαμβάνεις υπόψη ως μία από τις παραμέτρους ίδρυσης των τμημάτων. Οι πρώτες προτιμήσεις των υποψηφίων, όπως καταγράφονται στη συμπλήρωση των μηχανογραφικών τους δελτίων, δείχνουν τι θέλουν. Φυσικά και δεν πρέπει να αποτελέσουν τον οδηγό ίδρυσης ή συγχώνευσης τμημάτων, γιατί δεν αποτελούν αλάθητο οδηγό, όπως θα δούμε, αλλά πρέπει να αποτελούν μία παράμετρο στη λήψη των αποφάσεων.
Οι πρώτες προτιμήσεις αποτυπώνουν τις επιθυμίες των υποψηφίων, που, όμως, επηρεάζονται από τη μόδα της εκάστοτε εποχής, τις διαφαινόμενες προοπτικές του πτυχίου, που τις περισσότερες φορές διαψεύδονται, ακόμη και από τη διαμόρφωση των βάσεων τα προηγούμενα έτη, αφού οι σχολές με υψηλή βάση θεωρούνται “καλές” και οι σχολές με χαμηλή βάση δεν θεωρούνται “τόσο καλές”, χωρίς φυσικά να ισχύει κάτι τέτοιο. Είναι προφανές ότι οι παραπάνω παράγοντες επηρεάζουν και, πολλές φορές, μεταβάλλουν τις επιθυμίες των υποψηφίων. Γι’ αυτό δεν πρέπει να ακολουθεί το Υπουργείο Παιδείας κατά γράμμα τις επιθυμίες των υποψηφίων. Δεν είναι σωστό, όμως, να τις περιφρονεί κιόλας. Οι αριθμοί δείχνουν ότι μόνο το 37% των υποψηφίων πετυχαίνει σε μία από τις τρεις πρώτες επιλογές του. Το ποσοστό των υποψηφίων που πετυχαίνει τη σχολή που θέλει στην πόλη που θέλει, δηλαδή πετυχαίνει στην πρώτη του επιλογή είναι πολύ μικρό μόλις το 17.98% των φετινών επιτυχόντων το κατάφερε. Δηλαδή το 80% των επιτυχόντων έκανε μικρές ή μεγάλες παραχωρήσεις στις σπουδές του. Είναι πολύ λογικό να υποθέσουμε ότι όσο πιο μακριά από τις επιθυμίες σου είναι η σχολή που πετυχαίνεις τόσο λιγότερες πιθανότητες έχεις να ολοκληρώσεις τις σπουδές σου.
Πρέπει, λοιπόν, το Υπουργείο Παιδείας να λαμβάνει υπόψη του και τις τάσεις στην παγκόσμια οικονομία και τις επιθυμίες των υποψηφίων, χωρίς αυτοί να αποτελούν τη μοναδική παράμετρο των αποφάσεων. Δεν επιτρέπεται, όμως, να μην μπαίνουν καθόλου στην εξίσωση, όπως γίνεται δεκαετίες τώρα.