Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Σε παραγωγικό επίπεδο, η Ελλάδα του 2018 αντιμετωπίζει τις ίδιες περίπου προκλήσεις με την κατεστραμμένη χώρα τού 1948! Στην έκδοση του Οργανισμού διαΝΕΟσις, υπό τον τίτλο «Έρευνες 2017», υπάρχει ένα άρθρο του Ηλία Νικολαΐδη που περιγράφει την Έκθεση Πολ. Α. Πόρτερ, ο οποίος ήταν πρέσβης και επικεφαλής της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής στην Ελλάδα το 1947. Στην περίφημη αυτή έκθεσή του, που ήταν και η πρώτη χαρτογράφηση του ελληνικού μεταπολεμικού παραγωγικού μοντέλου, ο Αμερικανός πρέσβης υπογραμμίζει μια «κατάσταση χάους» και προτείνει μέτρα ανασυγκρότησης τα οποία στην συνέχεια έγιναν γνωστά ως Δόγμα Τρούμαν.
Την ίδια περίπου εποχή έβλεπαν το φως της δημοσιότητας και μελέτες Ελλήνων καθηγητών και οικονομολόγων, με γνωστότερες αυτές των Κυριάκου Βαρβαρέσου, Ξενοφώντα Ζολώτα και Άγγελου Αγγελόπουλου. Όλες αυτές οι μελέτες και εκθέσεις κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η ανασυγκρότηση της Ελλάδας δεν μπορούσε να γίνει χωρίς γενναιόδωρη ξένη βοήθεια, καθ’ όσον εσωτερική αποταμίευση δεν υπήρχε και οι παραγωγικοί μηχανισμοί είχαν καταστραφεί, όπως βέβαια και οι υποδομές της χώρας.
Όμως η ανασυγκρότηση αυτή, υποστήριζαν οι πιο πάνω καθηγητές, θα έπρεπε να έχει και σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα, συμβατό με τις τότε ακολουθούμενες κεϊνσιανής εμπνεύσεως πολιτικές στην Ευρώπη. Μέσω του Δόγματος Τρούμαν και του Σχεδίου Μάρσαλ, λοιπόν, η Ελλάδα την περίοδο 1948-1952 δέχθηκε πάνω από 200 δισεκατομμύρια δραχμές ξένη βοήθεια, χάρη στην οποία αποκατέστησε τις υποδομές. Παράλληλα όμως ρίχθηκαν οι βάσεις και για το πελατειακό κράτος.
Δημιουργήθηκε έτσι, ένα κρατικοδίαιτο παραγωγικό μοντέλο, συνυφασμένο ωστόσο με τα κομματικά δόγματα της εποχής και την αντοχή τους στον χρόνο. Το μοντέλο αυτό, δυστυχώς, ποτέ δεν θέλησαν οι εμπνευστές του να το προσαρμόσουν στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, για τον πολύ απλό λόγο ότι κάτι τέτοιο θα είχε μεγάλο -κατά τη γνώμη τους- πολιτικό κόστος.
Έτσι, μετά από μία περίοδο εντυπωσιακής αλλά και παραπλανητικής ανάπτυξης, η Ελλάδα του 2009 έφθασε να είναι η 32η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο, όμως βαθύτατα χρεωμένη. Γιατί; Διότι, απλώς, η κατανάλωση αντιπροσώπευε το 86% του σχηματισμού του ΑΕΠ της. Με πιο απλά λόγια, η χώρα είχε γνωρίσει μία καταναλωτική αλλά ελάχιστα παραγωγική ανάπτυξη, η οποία όμως έγινε φτερό στον άνεμο σε εποχή κρίσης.
Σήμερα, αυτό το μοντέλο δεν αντέχει πλέον σε καμία παράτασή του, γιατί απλώς δεν έχει πηγές δωρεάν χρηματοδότησής του, από Σχέδια Μάρσαλ ή κοινοτικές παροχές. Η μόνη πηγή χρηματοδότησης του χρεοκοπημένου καταναλωτικού μοντέλου είναι οι διεθνείς κεφαλαιαγορές – οι οποίες, όμως, δανείζουν μόνον όταν είναι σίγουρες ότι θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω. Συμβαίνει δε ότι σε μία επίσης υπερχρεωμένη παγκόσμια οικονομία, οι αγορές να προσέχουν ιδιαίτερα και την ποιότητα του παραγωγικού μοντέλου μίας χώρας. Όμως, η χώρα μας, στις διεθνείς κατατάξεις ανταγωνιστικότητας, επιχειρηματικότητας και προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων, βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις.
Κατά συνέπεια, είναι πολύ πιθανόν οι αγορές να βλέπουν με μεγάλη καχυποψία την Ελλάδα και την οικονομία της. Άρα, θα είναι φειδωλές στον δανεισμό τους, αλλά και ακριβές. Επίσης, ένας πρόσθετος λόγος που θα επηρεάζει εφεξής τις αγορές είναι η φθίνουσα δημογραφική πορεία της χώρας, η φυγή από αυτήν πολύτιμης φαιάς ουσίας, με συνέπεια την έλλειψη ταλέντων, καθώς βέβαια και η επιβάρυνση ενός συστήματος κοινωνικής προστασίας που ήδη είναι προβληματικό.
Θα ήταν ξεκάθαρα άστοχο να γίνουν συγκρίσεις της εποχής Πόρτερ με τη σημερινή Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, παραμένουν αναλλοίωτες κάποιες από τις πτυχές του πνεύματος που επικρατούσε τότε στη χώρα με τις αντίστοιχες σημερινές. Σε άρθρο του στο περιοδικό Collier’s με τίτλο «Ζητείται Θαύμα Για Την Ελλάδα», ο Πολ Πόρτερ επεσήμαινε, μεταξύ άλλων, την υπερβολική διόγκωση του κρατικού τομέα, την αδιαφορία μιας ανερχόμενης αστικής τάξης για το κοινωνικό γίγνεσθαι, τη διαπλοκή μεταξύ επιχειρήσεων, τραπεζών και πολιτικής εξουσίας και την απουσία παραγωγικού μοντέλου. Απουσία που είναι και σήμερα ορατή και η οποία συνιστά πραγματική πρόκληση για τη χώρα και το μέλλον της.
Την ώρα έτσι που ο παγκόσμιος οικονομικός ιστός μετασχηματίζεται και στον κόσμο των επιχειρήσεων όλο και περισσότερο γίνεται λόγος για «μεγάλη αναστάτωση», πολύ φοβούμεθα ότι για την παραγωγική Ελλάδα εκ νέου «ζητείται θαύμα»… Απομένει να δούμε ποιοι μπορούν να το κάνουν, με ποια μέσα και υπό ποιες πολιτικές συνθήκες. Αυτό κατά τη γνώμη μας είναι και το μεγάλο ερώτημα. Ίσως, δε, η απάντησή του να απαιτεί επίσης ένα θαύμα.