της Αγγελικής Κοτσοβού
Ο κύβος ερρίφθη. Οι κάλπες έκλεισαν και οι πολίτες, αντιμέτωποι με τα δυσκολότερα διλήμματα στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, αποφάσισαν. Και αποφάσισαν ότι ο ζυγός της λιτότητας είναι τόσο δυσβάσταχτος, που αξίζει τον κόπο να πάρουν το ρίσκο της ρήξης με τους Ευρωπαίους εταίρους, διακυβεύοντας το μέλλον της χώρας εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Αποφάσισαν ότι τα συνολικά μέτρα άνω των εξήντα δισ. ευρώ που έχουν επιβληθεί από το 2010 στην ελληνική οικονομία, η βαθιά ύφεση και η εκτίναξη της ανεργίας αποτελούν μια «συνταγή» που έχει αποτύχει σε πολλαπλά επίπεδα και ότι η εκ νέου εφαρμογή της μόνο καταστροφικές συνέπειες θα είχε για την ήδη «ρημαγμένη» ελληνική οικονομία.
Μετά τη λαϊκή «ετυμηγορία», η προσοχή στρέφεται τώρα στην επόμενη ημέρα και στα κέντρα λήψης αποφάσεων στις Βρυξέλλες. Η ελληνική κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας το συντομότερο δυνατόν. Γνωρίζει ότι όσο περισσότερο παραμένουν οι τράπεζες κλειστές και «στραγγίζεται» η ρευστότητα από την πραγματική οικονομία, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες για ανεπανόρθωτη ζημιά.
Οι εταίροι έχουν τονίσει επανειλημμένως ότι η πόρτα για διαπραγματεύσεις παραμένει ανοικτή, αν και σε όχι και τόσο καλό κλίμα, αφού οι χειρισμοί της Αθήνας έχουν προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια. Οι συνθήκες όμως επιτάσσουν να καταβληθούν προσπάθειες, και από τις δύο πλευρές, για την επίτευξη μιας συμφωνίας. Το οικονομικό και πολιτικό κόστος ενός Grexit είναι πολύ μεγάλο, όσο κι αν προσπαθούσαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες να καθησυχάσουν ότι είναι διαχειρίσιμο.
Η κυβέρνηση, έχοντας ενισχύσει τη διαπραγματευτική της βάση μετά το δημοψήφισμα, έχει την ευκαιρία να προωθήσει μια συμφωνία αναπτυξιακού χαρακτήρα, που θα βγάλει την Ελλάδα από τον φαύλο κύκλο της ύφεσης. Ταυτόχρονα, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να αδράξει την ευκαιρία και να πιέσει για μια οριστική λύση στο ζήτημα του χρέους. Η δημοσίευση της έκθεσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, με τις προβλέψεις για πρόσθετες χρηματοδοτικές ανάγκες άνω των εξήντα δισ. ευρώ την επόμενη τριετία, αποτελούν ακόμη ένα επιχείρημα υπέρ μιας βιώσιμης λύσης. Κάθε νόμισμα όμως έχει πάντοτε δύο όψεις.
Και η άλλη όψη αφορά τις μεταρρυθμίσεις προς τη σωστή κατεύθυνση, ώστε να βοηθήσουν την οικονομία να πατήσει σε στέρεες βάσεις και να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της. Το ελληνικό ζήτημα δεν είναι απλά μια υπόθεση μεταξύ της Ελλάδας και των Ευρωπαίων εταίρων της. Στο ελληνικό δράμα σημαντικό λόγο έχουν και οι αγορές. Και μόνο με την εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων θα επιστρέψει η εμπιστοσύνη των επενδυτών. Κρίσιμα τα επόμενα βήματα, κρίσιμες και οι αποφάσεις. Ας μην επιτρέψουμε να χαθεί η ευκαιρία για ένα καλύτερο μέλλον, τόσο για την Ελλάδα όσο και για την ίδια την Ευρώπη.