Από την έντυπη έκδοση
Του Kόσικ Μπασού, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας και πρώην επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της κυβέρνησης της Ινδίας, είναι καθηγητής Οικονομικών στο Cornell University και ανώτερος συνεργάτης στο Brookings Institute
«Ήταν η καλύτερη στιγμή και συγχρόνως η χειρότερη στιγμή» δήλωσε ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, χρησιμοποιώντας την περίφημη φράση του Τσαρλς Ντίκενς για να ανοίξει την ομιλία του στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του 2017. «Σήμερα», συνέχισε ο Σι, «ζούμε επίσης σε έναν κόσμο αντιφάσεων». Από τη μια πλευρά ο «αυξανόμενος υλικός πλούτος και η πρόοδος στην επιστήμη και την τεχνολογία» επέτρεψαν πρωτοφανείς ρυθμούς ανάπτυξης. Από την άλλη πλευρά «οι συχνές τοπικές συγκρούσεις, οι παγκόσμιες προκλήσεις όπως η τρομοκρατία και οι πρόσφυγες, καθώς και η φτώχεια, η ανεργία και το διευρυνόμενο χάσμα εισοδήματος» δημιουργούν βαθιά αβεβαιότητα.
Ο Σι έθεσε εν συνεχεία μια ηχηρή ερώτηση: «Τι έχει πάει στραβά με τον κόσμο;».
Ίσως η απάντηση έγκειται στην ίδια την τεχνολογία την οποία ο Σι θεωρεί το σημείο-«κλειδί» για την ανάδειξη της Κίνας σε καθεστώς υψηλού εισοδήματος. Πιο συγκεκριμένα, ίσως να έχουμε φτάσει σε μια καμπή στην πορεία της τεχνολογικής προόδου – σε ένα σημείο που πορευόμαστε πολύ άσχημα.
Η τεχνολογία διαμορφώνει και αναμορφώνει τη ζωή μας από τότε που οι πρώτοι άνθρωποι ανακάλυψαν πώς να κατασκευάζουν εργαλεία από λίθο. Είναι φυσικό για μια τόσο μακρά διαδικασία να συμπεριλαμβάνει στιγμές που η τεχνολογική αλλαγή δημιουργεί άνευ προηγουμένου προκλήσεις.
Ένα τέτοιο σημείο καμπής υπήρξε η Βιομηχανική Επανάσταση. Στα μέσα του 18ου αιώνα, στη Βρετανία, στη γενέτειρα της επανάστασης, η πρόοδος συνεπαγόταν σημαντικές αντιξοότητες. Μερικοί εργάτες απασχολούνταν 12-14 ώρες την ημέρα, αλλά η ανισότητα αυξήθηκε. Και η συχνότητα της παιδικής εργασίας ξεπέρασε τα επίπεδα που παρατηρούνται σήμερα σε ορισμένες από τις φτωχότερες οικονομίες της Υποσαχάριας Αφρικής.
Αλλά η Ευρώπη άδραξε την ευκαιρία. Η πρωτοποριακή έρευνα στα οικονομικά διεξήχθη από τους Άνταμ Σμιθ και Aντουάν Κουρνό, οδηγώντας σε νέες παρεμβάσεις όπως ο προοδευτικός φόρος εισοδήματος, καθώς και οι νέοι νόμοι εργασίας και ρυθμίσεις. Ως αποτέλεσμα, η Βιομηχανική Επανάσταση επιτάχυνε την οικονομική ανάπτυξη και την ανθρώπινη ευημερία.
Η ανθρώπινη ανάπτυξη έχει δει και άλλες «βιομηχανικές επαναστάσεις», συμπεριλαμβανομένης αυτής που ξεδιπλώνεται σήμερα.
Αυτή η αποκαλούμενη Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση επικεντρώνεται στην πρόοδο της ψηφιακής τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων των τεχνολογιών που συνδέουν την εργασία (που επιτρέπουν δηλ. στους εργαζόμενους σε ολόκληρη την ήπειρο να εργάζονται μαζί σε πραγματικό χρόνο) και πιο πρόσφατα στην τεχνητή νοημοσύνη και στη ρομποτική.
Αυτές οι πρόοδοι επέτρεψαν την οικονομική παγκοσμιοποίηση, η οποία, όπως και η βιομηχανική επανάσταση, έφερε πρωτοφανή πρόοδο, όπως αναγνώρισε ο Σι, δημιουργώντας ταυτόχρονα και νέες προκλήσεις, όπως η αυξανόμενη ανισότητα και το ευάλωτο των εργαζομένων, μεταξύ άλλων. Όμως, αντί να αντιμετωπίσουμε αυτές τις προκλήσεις, όπως έκανε η Ευρώπη τον 19ο αιώνα, μεγάλο μέρος του κόσμου υποκύπτει στην πολιτική πόλωση, στον αυξανόμενο εθνικισμό και σε ένα «τοξικό» παιχνίδι ευθύνης. Πιο συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ έχουν ξεκινήσει κάτι που γρήγορα κλιμακώθηκε σε έναν εμπορικό πόλεμο, ο οποίος θα είναι καταστροφικός για ολόκληρο τον κόσμο και ειδικά για τις ΗΠΑ.
Αυτό που μια τέτοια συμπεριφορά δεν λαμβάνει υπόψη είναι ότι η παγκοσμιοποίηση είναι, δομικά, ένα φυσικό φαινόμενο. Είναι το αποτέλεσμα δισεκατομμυρίων ατόμων που ασχολούνται με τις καθημερινές τους δραστηριότητες, λαμβάνοντας αποφάσεις βάσει των δυνατοτήτων που διαθέτουν. Η αντιπαράθεση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση είναι τόσο εποικοδομητική όσο η βαρύτητα που ευθύνεται για την κατάρρευση ενός κτηρίου. Όπως επεσήμανε ο Σι στην ομιλία του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, «είναι φυσικό αποτέλεσμα της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου, όχι κάτι που δημιουργείται από οποιοδήποτε άτομο ή από οποιαδήποτε χώρα».
Στην περίπτωση του εμπορικού πολέμου του Tραμπ, η πολιτική των ΗΠΑ αντικατοπτρίζει επίσης μια παρανόηση -την οποία έχουν επανειλημμένα επισημάνει οικονομολόγοι- σχετικά με τα διμερή εμπορικά ελλείμματα. Σύμφωνα με τον Τραμπ, το εμπορικό έλλειμμα είναι ουσιαστικά μια ζημία και οι χώρες με πλεονάσματα έναντι των ΗΠΑ, όπως το Μεξικό ή η Κίνα, συμπεριφέρονται άδικα και έχουν σκοπό την εκμετάλλευση. Κατά συνέπεια, πρέπει να τις κάνουν να πληρώσουν.
Για να καταλάβετε την πλάνη, εξετάστε την αλληλεπίδρασή σας με το μαγαζάκι γειτονιάς. Στο τέλος κάθε έτους δημιουργείτε ένα μεγάλο «εμπορικό έλλειμμα» σε σχέση με το κατάστημα, επειδή το κατάστημα πωλεί αγαθά σε εσάς, ενώ εσείς δεν πωλείτε τίποτα στο κατάστημα. Ο ισχυρισμός ότι η Κίνα «οφείλει» στις ΗΠΑ για το εμπορικό της πλεόνασμα θα ήταν σαν να λέτε ότι το τοπικό σας παντοπωλείο σας χρωστάει για τα χρήματα που ξοδέψατε εκεί κατά το τελευταίο έτος. Στην πραγματικότητα, δεν εξαπατήσατε, όπως και ο εργοδότης σας δεν εξαπατήθηκε από το διμερές έλλειμμα που υπάρχει μαζί σας. Αντίθετα, κάνατε αμοιβαία επωφελείς συναλλαγές με βάση τις ανάγκες σας.
Η σύγχρονη οικονομία εξαρτάται από τα διμερή εμπορικά ελλείμματα. Θα κατέρρεε χωρίς αυτά. Στην εποχή των προηγμένων τεχνολογιών και της ολοένα και μεγαλύτερης εξειδίκευσης, η προσπάθεια να κατασκευαστούν τα πάντα σε εγχώρια ή σε διμερή βάση θα ήταν απαγορευτικά δαπανηρή.
Προς το παρόν, οι ΗΠΑ φαίνεται ότι είναι προσηλωμένες στα αιτήματά της να πληρώσουν οι εταίροι τους. Ωστόσο, το πιο πιθανό σενάριο είναι ότι οικονομίες όπως ο Καναδάς, η Ευρώπη και το Μεξικό θα επιδιώξουν να αντισταθμίσουν τον αντίκτυπο των δασμών του Τραμπ ενισχύοντας τους δεσμούς τους με την Κίνα – μια προφανή νίκη για το βασικό παγκόσμιο ανταγωνιστή της Αμερικής. Εν τω μεταξύ, οι αμερικανικές εταιρείες πιθανότατα θα μεταφέρουν την παραγωγή αλλού για να αποφύγουν τους ανταποδοτικούς δασμούς όπως ορισμένες -σαν τη Harley Davidson- έχουν ήδη απειλήσει να κάνουν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τεχνολογικό σημείο καμπής στο οποίο βρισκόμαστε προκάλεσε προβλήματα για όλες τις χώρες. Αλλά αντί να κατηγορούμε ο ένας τον άλλον για τις προκλήσεις που δημιουργούνται από την τεχνολογική πρόοδο -μια προσέγγιση που το μόνο που θα προκαλούσε είναι τη χειρότερη χρονική συγκυρία- πρέπει να συνεργαστούμε για την αντιμετώπισή τους. Κάθε χώρα που αρνείται να το κάνει θα δημιουργήσει πίεση σε όλους – και τελικά θα καταδικάσει τον εαυτό της να μείνει πίσω.