Skip to main content

Η πρόκληση της ψηφιακής μεταρρύθμισης

Από την έντυπη έκδοση

Tου Απόστολου Βόρρα*​

Στη χαραυγή της νέας δεκαετίας πρόκληση αποτελεί για την κυβέρνηση η μετάβαση από μία παρατεταμένη περίοδο οικονομικής ύφεσης στη νέα ψηφιακή εποχή του «homo digitalis». Το έτος 2020 έχει ήδη προαναγγελθεί από τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κυριάκο Πιερρακάκη, ως έτος ψηφιακού μετασχηματισμού του κράτους, συνοδευόμενο από μια δέσμη σχεδιαζόμενων μέτρων που αποστολή έχουν τη μείωση της γραφειοκρατίας και την αναβάθμιση των προσφερόμενων ηλεκτρονικών υπηρεσιών προς πολίτες και επιχειρήσεις.

Στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημόσιου τομέα αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον η υλοποίηση της αρχής «άπαξ μόνον», με βάση την οποία πληροφορίες και στοιχεία που έχουν προσκομισθεί σε δημόσιες αρχές από πολίτες δεν απαιτείται να υποβληθούν εκ νέου. Απαρέγκλιτη προϋπόθεση προς τούτο αποτελεί η διαλειτουργικότητα μεταξύ υπηρεσιών και μητρώων του δημοσίου τομέα, ένα δαιδαλώδες έργο από πλευράς πληροφοριακών συστημάτων, αλλά και με αρκετές νομικές προεκτάσεις. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η επικείμενη δημιουργία μίας κεντρικής διαδικτυακής πύλης, κατά το πρότυπο του βρετανικού www.gov.uk, ως βασικού σημείου επαφής και ψηφιακής εξυπηρέτησης του συνόλου των συναλλαγών του πολίτη με τον δημόσιο τομέα, εν είδει ψηφιακού ΚΕΠ. Τέλος, η δρομολογούμενη αντικατάσταση των αστυνομικών ταυτοτήτων και η καθιέρωση ενός μοναδικού αριθμού, ως μέσου ταυτοποίησης των πολιτών, εκτιμάται ότι θα αποτελέσει βασική παράμετρο στην επιτάχυνση των συναλλαγών του πολίτη με τον δημόσιο τομέα.

Όσον αφορά τον τομέα των επιχειρήσεων, αξιοσημείωτο βήμα ψηφιακού μετασχηματισμού αποτελεί η λειτουργία της νέας ηλεκτρονικής πλατφόρμας «myDATA» που αναμένεται να πραγματωθεί στις αρχές του τρέχοντος έτους. Βασικός πυλώνας του εγχειρήματος αποτελεί το τρίπτυχο «ηλεκτρονικά βιβλία – ηλεκτρονική τιμολόγηση – διασύνδεση φορολογικών μηχανισμών». Πρωταρχικός στόχος είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση των επιχειρήσεων και η εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων μέσω μίας πρωτοποριακής ψηφιακής πλατφόρμας που θα οδηγήσει μεταξύ άλλων σε αυτοματοποιημένη και ψηφιακή καταχώρηση των τιμολογίων στα ηλεκτρονικά βιβλία των επιχειρήσεων και αντίστοιχα σε αυτοματοποίηση της συμπλήρωσης των φορολογικών δηλώσεων, ενώ θα απαλλάξει τις επιχειρήσεις από υφιστάμενες υποχρεώσεις, όπως η υποβολή Καταστάσεων Πελατών – Προμηθευτών. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι μαζί με τη μείωση του διοικητικού κόστους των επιχειρήσεων, τα ηλεκτρονικά βιβλία θα ενισχύσουν τη διαφάνεια των συναλλαγών, προσφέροντας ένα ψηφιακό περιβάλλον συνεργασίας των επιχειρήσεων για την τιμολόγηση των αγαθών και των υπηρεσιών και θα εδραιώσουν την αξιοπιστία στη σχέση της Φορολογικής Διοίκησης με τις επιχειρήσεις.

Αδιαμφισβήτητα, οι προαναφερθείσες πρωτοβουλίες απηχούν κάποιες από τις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής, η εν γένει όμως αποτίμησή τους θα πρέπει να γίνεται υπό το πρίσμα των ευρύτερων κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών και εξελίξεων στη χώρα μας, αλλά και στην Ευρώπη. Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ψηφιακού Μετασχηματισμού του ΣΕΒ και με βάση τον Δείκτη Ψηφιακής Ωριμότητας (SEV Digital Maturity Index) που αναπτύχθηκε σε συνεργασία με την εταιρεία Deloitte, η Ελλάδα εμφανίζεται ουραγός μεταξύ των 28 κρατών-μελών της Ε.Ε. ως προς τη χρήση και αξιοποίηση της τεχνολογίας. Στον αντίποδα βρίσκονται κράτη-μέλη με αλματώδη εξέλιξη, όπως η Εσθονία που συχνά αναφέρεται ως χώρα-πρότυπο στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση, καθώς όλες οι δραστηριότητες πολιτών και επιχειρήσεων που σχετίζονται με το δημόσιο γίνονται ηλεκτρονικά. Σημειωτέον, δε, φυσική παρουσία των πολιτών σε δημόσια υπηρεσία στην Εσθονία απαιτείται μόνο στην περίπτωση γάμου, διαζυγίου και αγοραπωλησίας ακινήτων, ενώ οι περισσότερες συναλλαγές γίνονται πλέον και μέσω κινητού τηλεφώνου.

Είναι εντυπωσιακό ότι τη στιγμή που στην Ευρώπη η πολιτική συζήτηση αλλά και ο οικονομικός σχεδιασμός στρέφονται γύρω από τον άξονα της καινοτομίας και της χρήσης νέων τεχνολογιών, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, το blockchain και το IoT σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας των πολιτών και των επιχειρήσεων, στην Ελλάδα βρισκόμαστε ακόμα αντιμέτωποι με τις γνωστές παθογένειες και εγγενείς αδυναμίες του ελληνικού συστήματος. Κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης τόσο στον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα συναντά προσκόμματα στην πολυπλοκότητα των δομών, τον αναποτελεσματικό σχεδιασμό και την έλλειψη συνέχειας στη Δημόσια Διοίκηση, την αδυναμία εξεύρεσης πόρων εν μέσω βαθιάς οικονομικής κρίσης, την απουσία πολιτο-κεντρικής προσέγγισης και τεχνολογικής κουλτούρας, καθώς και το προβληματικό και ανεπαρκές θεσμικό και νομικό πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από κακής ποιότητας νομοθέτηση, έλλειψη κωδικοποίησης, νομοθετικά κενά και αντικρουόμενες θεσμικές ρυθμίσεις.

Μείζον παραγωγικό αίτιο της υφιστάμενης κατάστασης και τροχοπέδη στην ψηφιακή μεταρρύθμιση, όπως ανέδειξε σε έρευνά της και η ΜΚΟ διαΝΕΟσις, αποτελεί η έλλειψη διαχρονικού στρατηγικού σχεδιασμού και οράματος για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Καίτοι, δηλαδή, η χώρα μας έχει υιοθετήσει τύποις τις γενικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμφανίζεται ένα μεγάλο κενό ανάμεσα στη διακήρυξη της γενικής στρατηγικής και την καθαυτό υλοποίηση συγκεκριμένων δράσεων για την επίτευξη των στόχων της.

Ως εκ τούτου, στο ελληνικό γίγνεσθαι παρατηρούμε κατά κανόνα μεμονωμένες, ασυντόνιστες και βεβιασμένες παρεμβάσεις και δη, όταν ανακύπτει δυνατότητα χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή απειλή ενός προστίμου από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πρόσφατα παραδείγματα την ενσωμάτωση της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα και τη δυσλειτουργική εφαρμογή της ψηφιακής υπογραφής.

Οι επιπτώσεις του χαμηλού επιπέδου ψηφιακής ωριμότητας διαπερνούν τον στενό πυρήνα της δημόσιας διοίκησης και επηρεάζουν αρνητικά και άλλους νευραλγικούς τομείς, όπως ενδεικτικά την παιδεία, τη δικαιοσύνη και την υγεία και καταλήγουν στην ιδιωτική ζωή του ατόμου μέσω της στέρησης δυνατοτήτων και υπηρεσιών που απολαμβάνει μεγάλη μερίδα του δυτικού κόσμου.

Από την άλλη πλευρά, η αδυναμία ψηφιακού και τεχνολογικού μετασχηματισμού και των ίδιων των ελληνικών επιχειρήσεων, είτε ως απόρροια του εχθρικού επενδυτικού περιβάλλοντος, είτε λόγω χαμηλής προτεραιοποίησης των ψηφιακών δράσεων, θέτει ζήτημα προσαρμογής στον διεθνή ανταγωνισμό και κινδύνου απώλειας πελατείας, υποβάθμισης προϊόντων και επιχειρηματικής απαξίωσης.

Καθίσταται, λοιπόν, επιτακτική η ανάγκη να αντιμετωπισθεί άμεσα το έλλειμμα πυξίδας ψηφιακού μετασχηματισμού, μέσα από τη χάραξη και εφαρμογή μίας συνεκτικής, πολυεπίπεδης και ρεαλιστικής στρατηγικής, θέτοντας όχι μόνο τις βάσεις, αλλά και τα νομικά εχέγγυα για την επίτευξη και βιωσιμότητα της ψηφιακής μεταρρύθμισης στον δημόσιο και κατ’ επέκταση τον ιδιωτικό τομέα. Η νέα δεκαετία που μόλις άρχισε φέρει μια τεράστια πρόκληση και συνάμα ευκαιρία για όλους μας. Δεν πρέπει να πάει χαμένη.

* Ο κ. Απόστολος Βόρρας είναι επικεφαλής του Digital Law Practice της Δικηγορικής Εταιρείας Κοϊμτζόγλου-ΜπακάληςΒενιέρης- Λεβέντης (Μέλος του Δικτύου Δικηγορικών Εταιρειών Deloitte Legal)