Από την έντυπη έκδοση
Της Βασιλικής Μποζάνη
Ερευνήτρια στο Κέντρο Οικονομικών Ερευνών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία
Έξι χρόνια μετά τη σύναψη της πρώτης δανειακής σύμβασης (2010) και την ακολουθία δύο νέων (2012, 2015) ανάμεσα στην ελληνική πλευρά και τους εταίρους, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να κινείται σε χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης. Με την ανεργία να έχει αυξηθεί κατά 12,2% την περίοδο 2010-2015 και να συνάδει με σχετικά περιορισμένη βελτίωση του ρυθμού μεταβολής του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος μόλις κατά 5,24% κατά την ίδια περίοδο (Eurostat, 2016), τα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι καίρια.
Για πολλούς, τα μέτρα και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ως απόρροια των μνημονίων έχουν την κύρια ευθύνη. Οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν στην αγορά εργασίας από το 2010 και έπειτα, που στόχευαν στην εσωτερική υποτίμηση (μείωση μισθών και αποπληθωρισμό τιμών) και έτσι στη μεγαλύτερη ευελιξία και ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, επιτεύχθηκαν χωρίς να φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Και αυτό γιατί η επικράτηση της δημοσιονομικής λιτότητας μείωσε την εγχώρια ζήτηση και τις θέσεις απασχόλησης. Συνθήκες που θα είχαν εξομαλυνθεί αν η γενική αβεβαιότητα και η μειωμένη εμπιστοσύνη δεν απέτρεπαν την αύξηση επενδύσεων και εξαγωγών.
Ταυτόχρονα, η αδυναμία παροχής κοινωνικής προστασίας άνοιξε την ψαλίδα της εισοδηματικής ανισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Παρ’ όλα αυτά, οι μεταρρυθμίσεις αυτές εξάλειψαν ορισμένες χρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, ενώ επιβεβαίωσαν τις αδυναμίες της εγχώριας παραγωγής. Θεωρώντας επιτακτική την ανάγκη αντιμετώπισης των υψηλών ποσοστών ανεργίας, έμφαση πρέπει να δοθεί στη δημιουργία συνθηκών που θα επιτρέπουν στους ανέργους -ειδικά σε μακροχρόνια και νέους (κάτω των 25), καθώς και σε αυτούς που βρίσκονται πριν από τη συνταξιοδότηση- την ενεργό συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας και την προστασία των ικανοτήτων τους από πιθανή «διάβρωση».
Αυτό σημαίνει την ενίσχυση των Ενεργητικών Πολιτικών Απασχόλησης [προγράμματα κατάρτισης, επιδότηση μισθών και θέσεων εργασίας (ιδιωτικός τομέας), κίνητρα για επιχειρηματικότητα / αυτοαπασχόληση, δημιουργία προσωρινών θέσεων εργασίας (δημόσιος τομέας), μέτρα για νέους και άτομα με αναπηρία], που δεν αποσκοπούν μόνο στην παροχή επιδομάτων, αλλά επιτρέπουν την επίτευξη των παραπάνω στόχων. Η ορθή λειτουργία των μηχανισμών αυτών προϋποθέτει τον έλεγχο καταλληλότητας και αποτελεσματικότητας σε σχέση με τους στόχους τους, αλλά και την επιβολή κυρώσεων, αν χρειαστεί.
Πρωτευούσης σημασίας θεωρείται η ενίσχυση σε επίπεδο νομοθεσίας και αντιμετώπισης της μερικής και μειωμένου ωραρίου απασχόλησης και της αυτοαπασχόλησης. Ωστόσο, βοηθητικό ρόλο πρέπει να έχουν τα άρτια οργανωμένα και στελεχωμένα Γραφεία Παροχής Ενημέρωσης και Βοήθειας των Ανέργων. Τα όποια αποτελέσματα θα έρθουν εφόσον συνδυαστούν με μεταρρυθμίσεις που θα οδηγούν στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Κάτι τέτοιο απαιτεί εκτός από την κατάρτιση ενός σχεδίου δράσης στραμμένου σε καινοτόμα και υψηλής παραγωγικότητας τμήματα της οικονομίας, πέραν του τουρισμού και του αγροτικού τομέα, και την ενθάρρυνση επενδύσεων. Αυτό μπορεί να συμβεί διευκολύνοντας τη χρηματοδότηση των μικρών – μεσαίων επιχειρήσεων, τοποθετώντας ορθά τα ευρωπαϊκά κονδύλια και προσελκύοντας ιδιωτικά κεφάλαια. Ο συνδυασμός τους με «συμπληρωματικού» ρόλου μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντος, όπως τη μείωση του κόστους για την έναρξη επιχείρησης και της τιμής του προϊόντος, μπορεί να καταστήσει δυνατή την παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων και να φέρει αύξηση για ζήτηση απασχόλησης σε έρευνα και παραγωγή και ό,τι αυτό συνεπάγεται σε όρους ανάπτυξης.
Σημαντικότερο όλων είναι ο σχεδιασμός ενός φορολογικού συστήματος που θα βασίζεται στις πραγματικές δημοσιονομικές ανάγκες και στόχους και θα δημιουργεί κίνητρα σε εργαζομένους και εργοδότες. Έτσι, μια μείωση φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, κυρίως στα αρχικά στάδια των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με διάφορα μέτρα Ενεργητικών Πολιτικών Απασχόλησης, θα διευκόλυνε την άνθηση της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης. Αν επιπλέον, όλα τα παραπάνω συνδεθούν με τις κατάλληλες πολιτικές κοινωνικής προστασίας, η οικονομία θα λειτουργήσει αποτελεσματικότερα. Η αδήλωτη εργασία θα μειωθεί και τα φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα των ταμείων θα ενισχυθούν, δεδομένης της συνέπειας των συμβαλλόμενων μερών στις υποχρεώσεις τους.
Κάτι που εύκολα διαπιστώνεται, μέσω σωστού και ανεξάρτητου ελέγχου και με επιβολή κυρώσεων, προς συμμόρφωση, όταν θεωρηθεί απαραίτητο. Η μόνη διέξοδος που μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα σε τροχιά ανάπτυξης και υψηλότερης απασχόλησης είναι η συνέχιση μεταρρυθμίσεων που λύνουν προβλήματα του παρελθόντος και δημιουργούν φιλικό και οικονομικά σταθερό περιβάλλον για επενδύσεις και δικαιότερη διανομή εισοδημάτων.
Συμπεράσματα γνωστά, που η εφαρμογή τους απαιτεί έναν καλά οργανωμένο και μεθοδευμένο σε βάθος χρόνου σχεδιασμό, αλλά και αποφασιστικότητα, σοβαρότητα, συνέχεια και συνέπεια αποφάσεων απαλλαγμένων από διάφορα συμφέροντα και φόβους ανάληψης πολιτικού κόστους. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να δίνουν ώθηση στην τρέχουσα ανάπτυξη, θεμελιώνοντας ταυτόχρονα τη μελλοντική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού, ιδεών, δυνατοτήτων και διάθεσης η χώρα μας υπερτερεί, η αποφασιστικότητα είναι αυτή που πρέπει να ενισχυθεί.
* Το άρθρο αυτό είναι μέρος αφιερώματος στο πλαίσιο συνεργασίας της «Ναυτεμπορικής» και του «DIW Berlin» για την κρίση στην Ελλάδα. Βασίζεται στην έρευνα «Η ελληνική κρίση: Μια ελληνική τραγωδία;» και εκφράζει την προσωπική άποψη των συντακτών.