Του Στράτου Στρατηγάκη
Μαθηματικού – Ερευνητή
[email protected]
Πίκρα και αίσθημα αδικίας δημιουργείται σε πολλούς υποψηφίους από τη διαφορά βαθμολογίας ανάμεσα στους δύο βαθμολογητές που διαπίστωσαν στις βαθμολογίες τους. Για να γίνει αναβαθμολόγηση σ’ ένα γραπτό πρέπει η διαφορά των δύο βαθμολογητών να είναι μεγαλύτερη από 12%, δηλαδή πρέπει να έχουν διαφορά από 13 μόρια και πάνω. Θεωρώ ότι η διαφορά στην οποία γίνεται αυτόματα αναβαθμολόγηση είναι εξαιρετικά υψηλή και δημιουργεί αδικίες και παράπονο σε αρκετούς υποψηφίους. Έγραφα πριν από περίπου δύο εβδομάδες (δείτε εδώ) ότι η διαφορά δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη των 5 μορίων, γιατί ο ανταγωνισμός για μια θέση στις υψηλόβαθμες σχολές είναι πολύ μεγάλος και δημιουργούνται αδικίες.
Το πραγματικό παράδειγμα υποψηφίου στις φετινές Πανελλήνιες Εξετάσεις είναι χαρακτηριστικό. Στον πίνακα βλέπουμε τους βαθμούς των δύο βαθμολογητών. Στη Νέα Ελληνική γλώσσα η διαφορά είναι 11 μόρια, πάνω από 2 μονάδες στις 20 και στη Βιολογία είναι 8 μόρια, πάνω από 1,5 μονάδες στις είκοσι. Στη Φυσική και τη Χημεία οι διαφορές είναι μικρές και μέσα σε λογικά πλαίσια πιστεύω. Σύμφωνα με τους χαμηλότερους βαθμούς ο υποψήφιος θα συγκέντρωνε 17.222 μόρια και σύμφωνα με τους υψηλότερους βαθμούς θα συγκέντρωνε 18.338 μόρια. Πρόκειται για διαφορά 1.116 μορίων. Τελικά ο υποψήφιος συγκέντρωσε 17.780 μόρια. Στο 3ο πεδίο που διαγωνίστηκε ο συγκεκριμένος υποψήφιος ίσως με τα 18.338 μόρια θα μπορούσε να εισαχθεί ή στην Ιατρική Αλεξανδρούπολης ή στην Οδοντιατρική, υποθέτοντας ότι οι βάσεις θα πέσουν, λόγω των χαμηλότερων επιδόσεων. Τώρα κινδυνεύει να μην πετύχει ούτε στη Φαρμακευτική της Πάτρας, τη χαμηλότερη από τις Πανεπιστημιακές Σχολές των Επιστημών Υγείας. Οι υπόλοιπες σχολές είναι κοινές με τις σχολές του 2ου πεδίου και δεν ανήκουν, επί της ουσίας, στις Επιστήμες Υγείας.
Πώς μπορεί να νιώθει αυτό το παιδί; Προφανώς αδικημένο, αφού σύμφωνα με τον ένα βαθμολογητή αρίστευσε, ενώ σύμφωνα με τον άλλο είχε απλά πολύ καλή επίδοση. Αυτή η αίσθηση της πίκρας και της αδικίας δημιουργείται σε πάρα πολλούς, όχι μόνο υποψηφίους των Πανελληνίων Εξετάσεων, αλλά και σε πολλούς ενήλικες σε διάφορες επαφές τους με το κράτος. Μας αρέσει να τα αλλάζουμε όλα, μας αρέσουν τα πομπώδη, τα εμβληματικά, τα μεγαλεπήβολα. Θα έπρεπε να προσπαθούμε να βελτιώσουμε και όχι να αλλάζουμε κάθε τόσο τα πάντα. Οι συχνές αλλαγές, εκτός ότι μπερδεύουν τον κόσμο, δεν επιτρέπουν σε κανένα σύστημα της κοινωνίας μας να “ρονταριστεί” και με συνεχή παρακολούθηση και μικρές βελτιώσεις να εξελίσσεται και να γίνεται συνεχώς καλύτερο. Έτσι φτιάχνουμε ένα σύστημα στο πόδι, το αφήνουμε να δυσλειτουργήσει, για να έρθει ο επόμενος να εντοπίσει τα προβλήματα λειτουργίας και να εξαγγείλει την απόλυτη λύση που θα ανατρέψει τα πάντα. Η νέα λύση είναι σχεδιασμένη στο πόδι, εφαρμόζεται χωρίς να δοκιμαστεί, αρχίζουν οι διορθωτικές τροποποιήσεις, οι τροπολογίες πέφτουν βροχή. Μόλις κάπως γίνει λειτουργικό, με προβλήματα φυσικά, λόγω του αρχικού κακού σχεδιασμού, έρχεται ο επόμενος που εντοπίζει τα προβλήματα και εξαγγέλλει βαθιές τομές για να φέρει κάτι νέο, συνήθως κακέκτυπο κάποιου συστήματος που εφαρμόζεται στο εξωτερικό, σχεδιασμένο και πάλι στο πόδι, γιατί δεν διδάχτηκε τίποτα από τους προηγούμενους και βιάζεται να σφραγίσει με το όνομά του την… Ιστορία. Νέα προβλήματα δημιουργούνται και η ζωή συνεχίζεται. Μετά απορούμε γιατί τα νέα παιδιά αγωνίζονται να σπουδάσουν για να πάρουν των ομματιών τους και να φύγουν στο εξωτερικό. Έχουμε να τους προτείνουμε κάτι καλύτερο; Δυστυχώς όχι. Θα γίνει ολόκληρη η πατρίδα μας όπως τα χωριά τη δεκαετία του ’80, που είχαν μείνει μόνο τα γερόντια και ερχόντουσαν τα παιδιά τους Χριστούγεννα και Πάσχα να τα δουν…