Skip to main content

Ποιος ασχολείται με «την οικονομία»;

Από την έντυπη έκδοση

Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για την οικονομία, για τις αποφάσεις του Eurogroup της 15ης Ιουνίου και όλα (υποτίθεται) τα σχετικά, μάθαμε -διεξοδικά- για το Noor 1, τη διάσταση Καμμένου και Μαρινάκη, για τη ρίζα της τρομοκρατίας, για τις επιδόσεις Πολάκη στα social media, για το ποιος «κόλλησε ένσημα». Κυρίως, εγκατασταθήκαμε πλέον σαφώς σε μια φάση της πολιτικής που θυμίζει Κουτσογιώργειο «Φως και σκότος». Από οικονομία;

Για να είμαστε δίκαιοι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης -που ξεκίνησε αυτήν την ιστορία, άλλωστε- προσήλθε με ένα ζυγιασμένο κείμενο με «αρκετήν οικονομία». Δεν το υπερασπίστηκε αρκετά, κι ας έχει πλέον η δική του η πλευρά το αβαντάζ όταν μιλάει για την ανάγκη ελάφρυνσης του χρέους και για δημοσιονομικό χώρο με μη παρανοϊκά πρωτογενή πλεονάσματα. Ο Αλέξης Τσίπρας, αν μη τι άλλο, καλωσόρισε το κάλεσμα Μητσοτάκη για επενδύσεις -τώρα- και παραμέρισε τις κωμικές (αν δεν προέρχονταν από Ρέγκλινγκ και Στουρνάρα) αναφορές στα 84 ή 100 δισ. κόστος διαχείρισης της κρίσης. Α, ναι και ο Γ. Χουλιαράκης μίλησε επί της ουσίας -αλλά… ποιος άκουγε;

Στο -αρκετά μελαγχολικό- «Προγραμματικό Συνέδριο» της ΔηΣυμπ που είχε προηγηθεί, ακούστηκαν θαρρούμε πιο ουσιώδη πράγματα. Θα μας επιτραπεί να παραμερίσουμε τις αναμενόμενες τοποθετήσεις των διατελεσάντων πρωθυπουργών και/ή αρχηγών του πάλαι ποτέ διαλάμψαντος ΠΑΣΟΚ, Κ. Σημίτη, ΓΑΠ, Β. Βενιζέλου και Φώφης Γεννηματά, και να σταθούμε σε τρεις παρουσίες και θέσεις.

Πρώτη του Νίκου Χριστοδουλάκη. Αυτός σημείωσε κάτι που θα αναγνώριζε η σκιά του Αντρέα, αλλά και προς το οποίο πάει να σπρώξει πάλι η λογική Λαλιώτη τη σημερινή ΔηΣυμπ: «Δεν φτάνουν οι έξυπνες ατάκες και τα μηνυματάκια στο Facebook. Χρειάζεται προπαντός κατάδειξη και ανάδειξη των κοινωνικών στρωμάτων που θέλουμε να ωφεληθούν». Και, ακόμη περισσότερο, προσπάθησε να διώξει την άγονη αντιπολιτευτικότητα: «Ανάταξη της χώρας δεν θα γίνει αν την ανάγκη μιας νέας πολιτικής την υποκαταστήσει η επιδίωξη αναδρομικής δικαίωσης του παρελθόντος, όπου εμείς τα κάνουμε όλα σωστά και οι άλλοι πάντα λάθος (…). Επαχθές το ενάμιση Μνημόνιο που συμφώνησε η σημερινή Κυβέρνηση και θα πλήξει βαριά την οικονομία τα επόμενα χρόνια, όμως και τα δύο προηγούμενα Μνημόνια δεν ήταν αγίασμα από τα Ιεροσόλυμα».

Δεύτερη κατάθεση που θεωρούμε ότι άξιζε -για όσους μέσω ΔηΣυμπ ή όποιου μορφώματος προκύψει θελήσουν να κάνουν πολιτική και όχι παλινόρθωση ή αυτοδικαίωση- εκείνη του Νίκου Μπίστη: «Στηρίζουμε χωρίς δεύτερη συζήτηση την επιχειρηματικότητα, αλλά στηρίζουμε και τις παρεμβάσεις ενός αποτελεσματικού κράτους πρόνοιας». Και ιδού η βασική αιτία αυτού του προσανατολισμού, που αντιτίθεται στην ευκολία με την οποία κάποιοι θεωρούν ότι προσπεράστηκε η διάκριση Δεξιάς – Αριστεράς: «Δεν είμαστε το κόμμα της εργατικής τάξης: αν στο κέντρο της προσοχής μας δεν μπουν οι εργαζόμενοι με την πιο ευρεία έννοια και οι άνεργοι, αν ατροφήσουν οι ταξικές μας αναφορές στο όνομα ενός μοδάτου κεντρώου μοντερνισμού, μέλλον δεν υπάρχει». Για να το επαναλάβει ακόμη σαφέστερα: «Μια αποκοπή από τις ρίζες και τις κοινωνικές αναφορές μας, μια λατρεία του ιδιωτικού και περιφρόνηση του δημοσίου θα οδηγήσει σε μετάλλαξη και ήττα».

Τρίτη τοποθέτηση, που οδηγεί στο τι και πώς θα γίνει με το χρέος – εκείνη του Τάσου Γιαννίτση: «Όσα δοκιμάσαμε, δεν μας έχουν βγει. Μερικά βγήκαν αλλά λειψά, με τεράστια και άσκοπη σπατάλη χρόνου αλλά και κοινωνικού κόστους (…). Η σοσιαλδημοκρατική, ή σοσιαλιστική, ή πούρα, ή όποια Αριστερά -αλλά και κάθε ιδεολογικός χώρος- πρέπει να δει πώς απαντά, με σημερινούς όρους και όχι με τα κλισέ, στα ετερόκλητα αλλά αλληλένδετα προβλήματα της κρίσης». Και, μέσα από μια διεξοδική ανάλυση, καταλήγει: «Μεγάλο μας πρόβλημα είναι το χρέος. Αυτό που τελικά αφάνισε το έθνος (σημείωση: διατύπωση Ανδρέα Παπανδρέου στη δική του προσγείωση, το 1994). Σήμερα, η έξοδος στις αγορές έχει γίνει εθνικός στόχος (…). Δεν είναι εύκολο να προχωρήσουμε έτσι. Οι δανειστές πρέπει να στηρίξουν λύσεις στο θέμα του χρέους, γιατί το χρέος εκτός από δικό μας λάθος είναι και δικό τους».

Γιατί παραθέτουμε τόσες /αυτές τις απόψεις της ΔηΣυμπ, που βρίσκεται στη γωνία; Δείχνουν πόσο θα είχε ωφεληθεί η άσκηση πολιτικής όλης της μνημονιακής εποχής αν τέτοιου είδους άνθρωποι -και οι απόψεις τους, κοντινότερες στην πραγματικότητα παρά στα κατασκευάσματα του νου- είχαν βρεθεί στην πρώτη γραμμή.