Skip to main content

Εκατό χρόνια χρέους

Από την έντυπη έκδοση

Της Carmen Reinhart
Καθηγήτριας Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Συστήματος στο Kennedy’s School of Government του πανεπιστημίου Χάρβαρντ.

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, νομπελίστας Λογοτεχνίας, περισσότερο γνωστός από το μυθιστόρημα «Εκατό χρόνια μοναξιάς», ήταν Κολομβιανός. Παρ’ όλα αυτά, ως εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού, θα εκτιμούσε τον πρόσφατο συνδυασμό δεδομένων και φαντασίας της Αργεντινής. Στα μέσα Ιουνίου το υπουργείο Οικονομικών πούλησε ομόλογα αποτιμώμενα σε αμερικανικό δολάριο, ύψους 2,75 δισ. δολαρίων, με διάρκεια ωρίμανσης 100 ετών.

Αναμφίβολα η νέα κυβέρνηση της Αργεντινής έχει σημειώσει τεράστια πρόοδο σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Η κυβέρνηση του προέδρου Μαουρίτσιο Μάκρι έχει απελευθερώσει τις διεθνείς κεφαλαιακές ροές, έχει επιτρέψει μεγαλύτερη ευελιξία στη διακύμανση του πέσο στην αγορά συναλλάγματος και έχει εργαστεί για να εκλογικεύσει ένα τρελό σύστημα επιδοτήσεων και να δημιουργήσει μία αξιόπιστη υπηρεσία στατιστικής. Μένουν όμως ακόμη πολλές υποσχέσεις να εκπληρωθούν, όπως ο περαιτέρω περιορισμός των επιδοτήσεων, η μείωση του μισθολογικού κόστους σε επίπεδο ομοσπονδίας και περιφερειών, η τιθάσευση του πληθωρισμού σε μονοψήφια ποσοστά και η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος κατά τρόπο πιο δίκαιο για τους νεότερους ανθρώπους.

Η σωστή ισορροπία στην αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών και στην προώθηση σταδιακών αλλαγών δεν είναι εύκολη ή προφανής. Ο συντονισμός μεταξύ της κεντρικής και των τοπικών κυβερνήσεων ήταν πάντα πηγή εντάσεων και τώρα ο χρόνος μετράει αντίστροφα για τις επόμενες εκλογές. Για να ανακτηθεί σε επίπεδο παραγωγής το έδαφος, που χάθηκε στην περσινή ύφεση, θα χρειαστεί χρόνος. Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο εξαιτίας των προκλήσεων που αντιμετωπίζει ο βόρειος γείτονας της Αργεντινής, η Βραζιλία.

Σε συνθήκες ισορροπίες η πολιτική οικονομία της Αργεντινής φαίνεται να βαδίζει στη σωστή κατεύθυνση. Παρ’ όλα αυτά, τα 100 χρόνια είναι μια πολύ μακρά περίοδος για να συμφωνήσεις οτιδήποτε. Και στα προηγούμενα 100 χρόνια η κυβέρνηση της Αργεντινής κήρυξε στάση πληρωμών επί ξένου χρέους σε οχτώ περιπτώσεις, εξέδωσε μισή ντουζίνα νομισμάτων, πυροδότησε ένα επεισόδιο υπερπληθωρισμού και πειραματίστηκε με capital controls και κατασχέσεις. Η περιπετειώδης ιστορία κρατικών παρεμβάσεων έχει αφήσει την Αργεντινή σε πολύ χειρότερη κατάσταση σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Το 1916 η χώρα είχε το 12ο υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ (υπερβαίνοντας και εκείνο της Γερμανίας). Σήμερα βρίσκεται στην 66η θέση.

Το κλειδί για να εκτιμήσεις τον μαγικό ρεαλισμό είναι, ωστόσο, το να έχεις κατά νου διαφορετικές προοπτικές. Αυτή δεν είναι στην πραγματικότητα η ιστορία μιας χώρας με φορτωμένο ιστορικό, που θέλησε να εκδώσει ομόλογο 100 ετών. Είναι περισσότερο η ιστορία μιας χώρας που είχε τη δυνατότητα να εκδώσει ομόλογο 100 ετών, γιατί οι διεθνείς επενδυτές ήταν πρόθυμοι να αγοράσουν ομόλογα ύψους 2,75 δισ. δολαρίων. Ανυπομονούσαν να το κάνουν, αφού οι προσφορές τους ήταν 3,5 φορές υψηλότερες από τον όγκο ομολόγων προς πώληση.

Στο τέλος της ημέρας η ιστορία αυτή δεν έχει να κάνει με τον χαρακτήρα της χώρας, την ωρίμανση του χρέους ή το μέγεθος της έκδοσης. Έχει περισσότερο να κάνει με το προσφερόμενο επιτόκιο, 7,9%, το οποίο είναι αισθητά υψηλότερο από τις περισσότερες πιθανές εναλλακτικές για τους επενδυτές. Όπως ακριβώς το νερό βρίσκει τα επίπεδά του στη φύση, έτσι και τα κεφάλαια βρίσκουν τα επίπεδά τους στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές: όταν τα επιτόκια είναι χαμηλά στις ώριμες αγορές, ρέουν προς εναλλακτικές υψηλότερων αποδόσεων.

Χωρίς αμφιβολία (και χωρίς ιδιαίτερο προηγούμενο) τα επιτόκια είναι σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα στις ανεπτυγμένες οικονομίες και μένουν υπό πίεση εν μέρει εξαιτίας των αδύναμων μακροπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης και επίσης ως συνέπεια των επίσημων προσπαθειών. Δύο από τις τρεις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες, η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Ιαπωνίας, έχουν ωθήσει τα επιτόκιά τους σε αρνητικά επίπεδα και συνεχίζουν να επεκτείνουν τους ισολογισμούς τους. Όσο για την τρίτη, τη Federal Reserve των ΗΠΑ, προχωρά με αργά βήματα σε πιο περιοριστική πολιτική, έχοντας μόλις ανεβάσει το επιτόκιο πάνω από το 1%. Όπως δείχνει και το γράφημα, σχεδόν το ήμισυ του ΑΕΠ των ανεπτυγμένων οικονομιών παράγεται σε οικονομίες όπου τα βασικά επιτόκια είναι κάτω του 0,5%. Μόνο ένα μικρό μέρος της δραστηριότητας λαμβάνει χώρα σε περιοχές όπου το επιτόκιο είναι υψηλότερο του 1,5%.

Τα επίσημα μέτρα επεκτείνονται πέραν των ορίων των κεντρικών τραπεζών. Σε όρους παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων, ο δημόσιος τομέας έχει στην κατοχή του περισσότερα αμερικανικά κρατικά ομόλογα από ό,τι ο ιδιωτικός.

Αυτές οι στρεβλώσεις ενθαρρύνουν τους επενδυτές στα κέντρα του χρήματος να σκανάρουν τον ορίζοντα για πιο ελκυστικούς προορισμούς. Η Αργεντινή τράβηξε την προσοχή τους, όπως το ίδιο συνέβη και με την Κύπρο, μία χώρα η οποία πρόσφατα βίωσε χρηματοπιστωτική κρίση. Ομοίως κεφάλαια έχουν εισρεύσει στην Ισλανδία με τόσο ταχείς ρυθμούς, που το ΔΝΤ αισθάνθηκε την ανάγκη να προειδοποιήσει για «ξεκάθαρους κινδύνους υπερθέρμανσης», που συνιστούν «πηγή ανησυχίας».

Σε ένα μοτίβο χαραγμένο στην οικονομική ιστορία, όταν ένας τεράστιος όγκος κεφαλαίων ρέει προς μικρές και ρηχές τοπικές χρηματοοικονομικές αγορές, η ισοτιμία τείνει να ανατιμάται, οδηγώντας προς τα επάνω τις τιμές. Οι ευνοϊκές διακυμάνσεις στις τιμές ενεργητικού, με τη σειρά τους, βελτιώνουν τους δημοσιονομικούς δείκτες και ενθαρρύνουν την εγχώρια πιστωτική επέκταση. Έτσι όμως επιδεινώνονται οι διαρθρωτικές αδυναμίες στον τοπικό τραπεζικό τομέα.

Την ίδια ώρα οι διεθνείς χρηματοοικονομικοί οργανισμοί, που επιδιώκουν είσοδο σε μία καυτή αγορά, φλερτάρουν με τις τοπικές τράπεζες. Οι αρχές εκλαμβάνουν συνήθως το ενδιαφέρον αυτό ως παγκόσμια ψήφο εμπιστοσύνης, γεγονός που τους ενθαρρύνει να εκδώσουν και άλλο χρέος. Δεδομένου του υφιστάμενου σημείου εκκίνησης, το δημόσιο χρέος θα αρχίσει να συγκεντρώνεται από μία χαμηλή βάση συγκριτικά με τις ανεπτυγμένες οικονομίες.

Θα πρέπει όμως να θυμηθούμε ότι στην περίοδο μετά το 1945, οι μισές από τις χρεοκοπίες αναδυόμενων οικονομιών έλαβαν χώρα με το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να είναι χαμηλότερο του 60% που προβλέπει ως ταβάνι η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Σήμερα, καθώς τα κύματα των στρεβλώσεων από τις επίσημες πολιτικές των ανεπτυγμένων οικονομιών σκάνε στις ακτές των αναδυόμενων αγορών, η κατασκευή μαγικών θαλάσσιων σκαφών δεν συνιστά λύση.

Copyright: Project Syndicate, 2017. www.project-syndicate.org