Από την έντυπη έκδοση
Της δρ. Ξένης Ντάσιου
Διευθύντρια στο Κέντρο Ανταγωνισμού & Ρυθμιστικής Πολιτικής
Πανεπιστήμιο City, Λονδίνο
Πριν από την κρίση η εκπαίδευση στην Ελλάδα λειτουργούσε χωρίς κάποιον μηχανισμό αξιολόγησης που να παρέχει κίνητρα για αποδοτική και οικονομική χρήση των πόρων. Έτσι, η οικονομική κρίση έπληξε έναν τομέα ήδη αναποτελεσματικό, κοστολογικά υπερδιογκωμένο και με χαρακτηριστικά άνισης πρόσβασης, οδηγώντας σε κατακόρυφη αύξηση των ελλείψεων σε υλικά, εγκαταστάσεις και προσωπικό.
Παρότι οι δαπάνες για την εκπαίδευση στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, ο αριθμός των μαθητών ανά δάσκαλο είναι πολύ χαμηλός σε σύγκριση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (έκθεση 2011). Την ίδια ώρα, ο καθαρός χρόνος διδασκαλίας είναι εντυπωσιακά χαμηλότερος από τους μέσους όρους του ΟΟΣΑ και της Ε.Ε., και οι δαπάνες μισθοδοσίας υψηλές παρά τους χαμηλούς μισθούς.
Μέρος αυτής της αναποτελεσματικότητας προκαλεί η γεωγραφία της χώρας, καθώς σχεδόν οι μισοί από τους μαθητές δημοτικού σχολείου επισκέπτονται μικρά σχολεία διάσπαρτα σε νησιά και ορεινές περιοχές. Επιπλέον, οι νεότεροι και λιγότερο έμπειροι εκπαιδευτικοί πρέπει να διδάσκουν περισσότερο. Οι κανόνες εξέλιξης ευνοούν τους παλαιότερους εκπαιδευτικούς παρά τους πιο καταρτισμένους και αποτελεσματικούς. Ένα τέτοιο σύστημα στερείται αξιοκρατικών κριτηρίων για την επιλογή προσωπικού και κινήτρων για την προώθηση της αριστείας στην εκπαίδευση.
Δυστυχώς, πολλές από τις συστάσεις πολιτικής του ΟΟΣΑ είτε δεν εφαρμόστηκαν ποτέ (ώρες διδασκαλίας), είτε αντιστράφηκαν (μαθητές ανά δάσκαλο). Παρότι τελευταία συζητείται η υλοποίηση ορισμένων συστάσεων, συνδέονται λανθασμένα στο μυαλό γονέων και μαθητών λογικές μεταρρυθμίσεις -που θα έπρεπε να έχουν εφαρμοστεί πριν από χρόνια, όταν η ελληνική οικονομία ήταν σε ανάπτυξη- με τα μέτρα λιτότητας.
Παράλληλα, μπορεί μόλις το 6%-7% των μαθητών να πηγαίνει σε ιδιωτικά σχολεία, αλλά τα φροντιστήρια συνιστούν ένα παράλληλο σύστημα παραπαιδείας που γνώρισε άνθηση από τη μέση της δεκαετίας του 1990. Το 2008 οι δαπάνες για φροντιστήρια αντιστοιχούσαν κατά μέσο όρο στο 20% των δαπανών ενός νοικοκυριού, με τις τιμές για καθημερινά τρίωρα μαθήματα να κυμαίνονται περίπου σε 500 ευρώ τον μήνα. Η μείωση του μέσου εισοδήματος κατά 1/3 και η εκτόξευση της ανεργίας στο 25% σημαίνει ότι μόνο οι εύπορες οικογένειες αντέχουν οικονομικά να δαπανήσουν περισσότερο χρόνο σε αυτά τα μαθήματα. Η επακόλουθη διεύρυνση του χάσματος προσβασιμότητας παραβιάζει τις αρχές των ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση. Επιπλέον, καθώς πολλοί καθηγητές δημόσιων σχολείων δουλεύουν σε φροντιστήρια για να συμπληρώσουν τους χαμηλούς μισθούς τους, οι μαθητές μπορεί να διδάσκονται από τον ίδιο δάσκαλο και στο φροντιστήριο – προφανής σύγκρουση συμφερόντων που οδηγεί σε στρεβλά κίνητρα.
Τα ελληνικά πανεπιστήμια είχαν καλύτερη τύχη, καθώς -προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στη χρηματοδότηση της έρευνας από την Ε.Ε.- εναρμόνισαν τα προγράμματα σπουδών και υιοθέτησαν μηχανισμούς διασφάλισης ποιότητας μέσω αξιολόγησης στο πλαίσιο της διαδικασίας της Μπολόνια. Ωστόσο, η τριτοβάθμια εκπαίδευση χαρακτηρίζεται από αναποτελεσματικότητα. Η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο αριθμό εγγραφών ανά 100.000 άτομα, αλλά τα ποσοστά αποφοίτησης είναι χαμηλά. Η απόδοση των ελληνικών πανεπιστημίων παραμένει πενιχρή, με χαμηλές βαθμολογίες στις κατατάξεις, την ώρα που η ανεργία των πτυχιούχων αγγίζει το 20%.
Tα πανεπιστήμια θα πρέπει να ενισχύσουν το σύστημα εξέλιξης του προσωπικού τους και να υιοθετήσουν μια πιο αντικειμενική προσέγγιση στην παράμετρο της ποιότητας, θέτοντας ως κριτήρια τον αριθμό δημοσιεύσεων, την κατάταξη του ακαδημαϊκού περιοδικού της εκάστοτε δημοσίευσης και την επιτυχή συμμετοχή σε προγράμματα χρηματοδοτούμενης έρευνας. Επίσης, μειώνοντας την πολιτική ανάμιξη σε ακαδημαϊκό και φοιτητικό επίπεδο, ώστε να προστατευτεί η ποιότητα των σπουδών και η ακαδημαϊκή ελευθερία.
Στο μεταξύ, οι εκάστοτε υπουργοί έχουν περιορισμένη δυνατότητα να ολοκληρώσουν ένα συνεκτικό έργο κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας τους, με αποτέλεσμα τις διάσπαρτες εφαρμογές κακοσχεδιασμένων πολιτικών, εν μέσω συχνών ανατροπών από τις νέες κυβερνήσεις. Επιπλέον, στην Ελλάδα υπάρχει υψηλή αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις. Χρειάζεται η δημιουργία ενός ανεξάρτητου ρυθμιστή που θα λογοδοτεί μόνο στο κοινοβούλιο, ώστε να διασφαλίζει τη συνεπή εφαρμογή των πολιτικών και τη συνέχιση αυτών, με πρωταρχικό καθήκον την προστασία των συμφερόντων των μαθητών. Το σύστημα θα πρέπει άλλωστε να απαντά στις ανησυχίες των πολιτών, καθιστώντας κατανοητή και επιθυμητή την εκάστοτε ανάγκη για συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις.
* Το άρθρο αυτό είναι μέρος αφιερώματος στο πλαίσιο συνεργασίας της «Ναυτεμπορικής» και του «DIW Berlin» για την κρίση στην Ελλάδα. Βασίζεται στην έρευνα «Η ελληνική κρίση: Μια ελληνική τραγωδία;» και εκφράζει την προσωπική άποψη των συντακτών.