Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]
Στην εποχή των εικονοποιημένων εντυπώσεων και της κατακερματισμένης πραγματικότητας ήταν αναμενόμενο να συμβεί κάποια στιγμή κι αυτό. Να οργανωθεί, δηλαδή, μια συγκέντρωση στην οποία ένα τμήμα της κοινωνίας θα εμφανιστεί να πρωταγωνιστεί, και ταυτοχρόνως να θεάται, σε μια αναπαραστατική διαδικασία εξεγερσιακής μέθεξης.
Είναι αλήθεια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ -ως κόμμα- με τον τρόπο που πολιτεύτηκε προκειμένου από το 4% να εκτοξευθεί στο 35% -και στη συνέχεια ως κυβέρνηση- οδηγήθηκε σε μια δραματική αυτοαναίρεση, η οποία αποκάλυψε όχι μόνον ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός», αλλά και πως δεν διέθετε καμία χρήσιμη ιδέα, πέρα από μια «μηχανική» κατάληψης της εξουσίας. Και δείχνει τώρα να έχει αναγάγει σε αυτοσκοπό την παραμονή σ’ αυτήν.
Το αναντίρρητο αυτό γεγονός έχει οδηγήσει, εκτός από τη διάσπαση του περασμένου θέρους, σε πολιτική αποστράτευση και υπερορία ένα μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων του, όπως μαρτυρούν όλες οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Η εφαρμοζόμενη πολιτική του, σε συνδυασμό με ήκιστα επιτυχείς πρωτοβουλίες ενίων στελεχών του, έχει επαναφέρει και μάλιστα ενισχυμένο το κλίμα δυσφορίας, οργής κι αγανάκτησης, που από το 2011 έχει γίνει μόνιμη συνθήκη στη χώρα. Όμως, αυτό που δείχνει να ξεχνούν οι αντίπαλοί του είναι ότι η εργαλειοποίηση της δυσανεξίας δεν παράγει πολιτικό γεγονός, δεν αρκεί για να ανατραπεί μια κακή κυβέρνηση και σε καμία περίπτωση δεν συνιστά πολιτικό πρόγραμμα.
Είναι απολύτως κατανοητό και θεμιτό οι πολίτες να συναθροίζονται στην Αγορά, κάθε φορά που αισθάνονται ότι θίγονται, ακόμη κι αν αυτό πρόκειται να λοιδορηθεί ως διαδικασία «ομαδικής εκτόνωσης».
Την ίδια στιγμή, όμως, θα πρέπει να υπάρχει η συνείδηση πως η προστακτική «παραιτηθείτε» μένει μετέωρος λόγος κι ανέξοδη απαίτηση, όταν δεν συναρθρώνεται με ένα σαφές, διαυγές και αποφασιστικό, ενοποιητικά πολιτικό, «διά ταύτα».
Στον βαθμό που αυτά δεν υπάρχουν, ως αναγκαίο παρακολούθημα μιας λαϊκής απαίτησης, η συγκέντρωση της Τετάρτης στο Σύνταγμα κι αλλού, δεν θα είναι παρά συνάθροιση μοναχικοτήτων βουτηγμένων στην ψευδαίσθηση της ηγεμονίας-εξουσίας του πλήθους, το οποίο αναπαράγει τον εαυτό του, ως συνείδηση της Ιστορίας. Φευ, όμως, ψευδή! Η σύγκρουση ανάμεσα στο «θέλω» και το «μπορώ» θα οδηγεί σε συνεχείς ήττες και απογοητεύσεις, όσο η πολιτική θα είναι απούσα και οι συλλογικές διαδικασίες και αναζητήσεις θα εκφυλίζονται σε απλά «γεγονότα» προς τηλεοπτική κατανάλωση… Η απάντηση στον χυδαίο λαϊκισμό των υπεραπλουστεύσεων, των ανέρειστων υποσχέσεων και των απατηλών ψευδαισθήσεων δεν μπορεί να είναι μια μεταμοντέρνα α-πολιτική συνθήκη, «χωρίς χρώματα, κόμματα και συνδικάτα». Ο εξοβελισμός της πολιτικής και η -συλλήβδην- καταδίκη των κομμάτων, ως φορέων και εκφραστών συλλογικών αιτημάτων και επιθυμιών, έχει παντού και πάντα ένα βέβαιο θύμα.
Την κοινωνία, που μένει απροστάτευτη και άθυρμα στις ορέξεις των επιτήδειων της στιγμής.