Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική».
Ολη αυτή η ιστορία με το μετεκλογικό ανασχηματισμό της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου (ο οποίος σωστά διαγνώσθηκε απ’ όλους ως ευθέως προεκλογικός…), με τη θέση και τον αυριανό ρόλο του Γιάννη Στουρνάρα (ούτως ή άλλως απλοϊκή η άποψη ότι μόνον από υπουργείο Οικονομικών θα μπορούσε να διεξαχθεί η μείζων, «οριστική» διαπραγμάτευση για το χρέος: τη μεγάλη μεταπολεμική διαπραγμάτευση για το ελληνικό χρέος τη διεξήγαγε ο Νικόλαος Γαζής – νομικός σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, ο οποίος δεν «ανέβηκε» πάνω από υποδιοικητής της ΕΤΕ και ευρωβουλευτής προς στιγμήν!), με τη φαρσοκωμωδία της παραίτησης/αποπομπής Χάρη Θεοχάρη και τις ιησουιτικές τοποθετήσεις τις οποίες προξένησε (από Ευρωπαϊκής Επιτροπής μέχρι Θόδωρου Πάγκαλου και από Στέφανου Μάνου μέχρι ΠΟΤΑΜΙΟΥ και ΔΗΜΑΡ…), ένα δείχνει: ότι ο μόνος πόλεμος που ξέρουμε να πολεμούμε είναι -πεισματικά- ο προηγούμενος πόλεμος. Εκείνος που έχει διεξαχθεί και κριθεί και ήδη μυθοποιείται.
Θα μας ανεχθεί ο αναγνώστης να δείξουμε, ως αντίθεση, για μιαν ακόμη φορά προς την κατεύθυνση του Αλέκου Παπαδόπουλου, που μόλις κυκλοφόρησε το τελευταίο του βιβλίο: «Πολεμώντας τον Επόμενο Πόλεμο: Υστερη γνώση για το μέλλον», με το οποίο ακριβώς πασχίζει να στρέψει τη συζήτηση στο «Τι να κάνουμε». Γνώριμη η μπροσούρα του Λένιν στο ξεκίνημα του 20ού αιώνα. Ομως επί δεκαετίες πριν, στην ιδεολογική-πολιτική αναζήτηση, ανάμεσα σε Μπέρνσταϊν και Μιλεράν, είχαν ανθήσει με την ίδια ακριβώς διατύπωση συζητήσεις του πώς μπορεί τα αδιέξοδα να μεταμορφωθούν σε δράση.
Το βιβλίο Παπαδόπουλου κάνει κάτι που οι τυχόν προσεγγίσεις του αύριο θα του χρωστούν: ανασύρει αδημοσίευτα κείμενα -μιαν απόρρητη έκθεση που απευθυνόταν στον Κώστα Σημίτη το 1996, μιαν αντίστοιχη προς τον ΓΑΠ στα τέλη του 2004- που τεκμηρίωναν τη δημοσιονομική κατολίσθηση όπως ετοιμαζόταν, το κρυφό/ανεξήγητο χρέος, την περιδίνηση που διαφαινόταν. Πριν σχεδόν δυο δεκαετίες, πάλι πριν μια δεκαετία…
Ομως, η λογική στην προσέγγιση Παπαδόπουλου δεν είναι να δείξει ότι άλλοθι δεν υπήρχαν -για κανέναν-, ότι (όπως παρατηρεί εισαγωγικά ο Βασίλης Ράπανος) πολλοί είναι ακόμη εκείνοι «που υπόσχονται εύκολες λύσεις και λύτρωση από τα δεινά με τα ίδια εκείνα μέσα που μας οδήγησαν στην καταστροφή». Η λογική είναι να αναζητηθούν διέξοδοι, λιθαράκι – λιθαράκι, από μια αφυπνισμένη κοινωνία.
Η έκκληση για μια «εθνική συνεννόηση όλων των πολιτικών, οικονομικών, πνευματικών και κοινωνικών δυνάμεων της χώρας», που όμως καλό θα ήταν «να μη γίνει από ανάγκη πάνω στα συντρίμμια που θα προκαλέσει μια νέα εθνική ασυνεννοησία», κινδυνεύει να ακουστεί γενικόλογη. Ρομαντική. Εκτός τόπου και χρόνου στη φάση σκληρής (προεκλογικής, γαρ…) αντιπαράθεσης που έχουμε μπροστά μας. Με ολοένα και πιο θρυμματοποιημένο το πολιτικό σκηνικό.
Μολαταύτα, είναι τόσο βαριά η πρόκληση του να μπει (πάλι) η Ελλάδα στο ρινγκ της αναμέτρησης με τους Ευρωπαίους «εταίρους» της, το ρινγκ όπου το 2010 παραδόθηκε (επί ΓΑΠ – Γιώργου Παπακωνσταντίνου) χωρίς καλά καλά να σηκώσει τα γάντια, το ρινγκ όπου το 2011 έκανε παιδαριωδίες (επί ΓΑΠ – Βαγγέλη Βενιζέλου) και κατέληξε ανάσκελα, το ρινγκ όπου το 2012-13 (επί Σαμαρά – Στουρνάρα) κάπως πήγε να το παλέψει αλλά βρέθηκε μ’ ένα front-loaded Πρόγραμμα που διέλυσε την οικονομία προκειμένου να πετύχει (όντως) τους τεχνικούς στόχους, ώστε μια συνεννόηση ουσίας θα ήταν αληθινά σωτήρια. Διόλου τυχαίο, από πλευρές ασύμβατες όσο ο Σταύρος Δήμας ή η Μαρία Δαμανάκη, η Αννα Διαμαντοπούλου ή ο Γιώργος Σταθάκης, αυτή ακριβώς η αναγκαιότητα γίνεται αισθητή.
Υπάρχει περιθώριο για μια γνήσια διαπραγμάτευση για το ελληνικό χρέος;
Τι χρειάζεται; Μη προσχηματικότητα! Επίγνωση του ότι στην «Ευρώπη» τα πράγματα έχουν αρχίσει μεν να κινούνται, οι πάγοι της μονόδρομης σκέψης να λιώνουν – όμως οι εξελίξεις πορεύονται αργά, οι ιδεοληψίες Βρυξελλών-Βερολίνου καλά κρατούν ακόμη. Συνειδητοποίηση του ότι αν και όσο ανοίγεται «παράθυρο ευκαιρίας» για την Ελλάδα μέσα από τη συνολική αποδοχή του ότι η ίδια η Ευρωζώνη χρειάζεται να προχωρήσει, και πάλι μόνον άμα οι «εταίροι» δουν στην πλευρά μας κάτι ενιαίο και συνεκτικό θα δώσουν ουσιαστικά πράγματα. (Να δώσουν τι; Με απλά λόγια: ανάσα και χρηματοδοτικό βάθος ώστε να υπάρχει αληθινό -όχι ρητορικό- περιθώριο επανεκκίνησης της οικονομίας σε ορίζοντα μέχρι το 2020, συν να μη διαρραγεί απόλυτα ο κοινωνικός ιστός). Προϋπόθεση: να συνειδητοποιηθεί και το άλλο: «ο Αννίβας είναι ante portas, και σημασία έχει να σωθεί η πόλη, η Ρώμη και όχι οι Καίσαρες και οι Συγκλητικοί». Οι πολίτες, όχι η πολιτική τάξη.
Τι θα προσέφερε, αληθινά, ένα ενιαίο μέτωπο στην Ελλάδα ώστε να προχωρήσει μια γνήσια διαπραγμάτευση; Θα προσέφερε μιαν αυτοδέσμευση της Ελλάδας – των Ελλήνων, της μεγάλης πλειοψηφίας ότι το περιθώριο χρηματοδότησης που θα παρεχόταν θα αξιοποιηθεί όντως για ανάπτυξη, και όντως για κοινωνική ελάφρυνση – όχι για ημετερισμούς, ή πάλι για κυνήγι ψηφαλακίων όπως με το «κοινωνικό μέρισμα» προεκλογικής κοπής. Αντί, δηλαδή, για μια τεχνοκρατική διαπραγμάτευση (όπως το PSI και PSI+) κι ύστερα το γαϊτανάκι «να υπογράψουν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί», να πορευόταν το ευρύτερο πολιτικό σύστημα απέναντι στην ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση. Με την επικύρωση των εκλογών…
Τεχνικές προσεγγίσεις στο χρέος: Νικ. Οικονομίδης και Japonica
Κατά τα άλλα μετά και την άγαρμπη διαρροή για το ταξίδι Στουρνάρα στο Παρίσι και τη συνάντηση με την Κριστίν Λαγκάρντ, μένει στο ΔΝΤ προκειμένου να οδηγήσει τη valse hesitation με την Ευρωζώνη… – έχει γίνει φανερό για όσους δεν θέλουν να στρουθοκαμηλίζουν, ότι η διαπραγμάτευση για το ελληνικό χρέος θα γίνει όταν γίνει, σε πολύ-πολύ ευρύτερα πλαίσια. Τους μήνες που έρχονται θα ακούσουμε πολλά, συχνά όχι-και-τόσο-προσγειωμένα να λέγονται και να προβάλλονται ως «λύση», σ’ ένα τεχνικό επίπεδο. Ενώ το φόντο θα παραμένει σκληρά πολιτικό.
Πριν δυο βδομάδες παρουσίαζε τη δική του προσέγγιση στην προβληματική της εξασφάλισης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους ο (άνθρωπος των ημερών!) Νικόλας Οικονομίδης – διδάσκει στο Stern School of Business του Παν/μίου της Νέας Υόρκης, αλλά και ως επισκέπτης στο Μπέρκλεϊ – και περιέγραφε πώς με μιαν ακόμη μακρύτερη μετάθεση των λήξεων του χρέους θα μπορούσε να ξεπεραστεί η τωρινή ασφυξία, ώστε να «επιτραπεί» να υπάρξουν διαθέσιμοι πόροι για επαναφορά της ανάπτυξης.
Στατιστικά στοιχεία για το ελληνικό χρέος
Θύμισε στοιχεία για το προφίλ του ελληνικού χρέους: 320 δισ. περίπου το σύνολό του, με 250 «επίσημο» χρέος, από αυτά κάπου 28 δισεκατομμύρια βραχυπρόθεσμα (κάτω από 3 χρόνων, κυρίως στα χέρια ελληνικών τραπεζών), 29 δισ. στο διάστημα μεταξύ 3 και 13 ετών, 52 δισ. με διάρκεια μέχρι 20 ετών και το μεγάλο κομμάτι (σχεδόν 140 δισ.) σε διάρκειες μέχρι τα 25 χρόνια.
Εκείνο που λέει ο Ν. Οικονομίδης είναι ότι άμα το χρέος που οφείλεται στα κράτη μέλη και στο EFSF/ήδη ESM πάει πολύ μακριά -στα 75 χρόνια- καθώς τα οφειλόμενα στο ΔΝΤ και την ΕΚΤ/τις Κεντρικές Τράπεζες δύσκολα «αγγίζονται» – και πάλιν η λογιστική αποτύπωση του χρέους δεν αλλάζει (για εκείνους).
Η καταγραφή του από μέρους τους δανεισμού προς την Ελλάδα στα δικά τους βιβλία γίνεται με τρόπο που η διάρκειά του (δηλαδή οι λήξεις) μετράει λιγότερο από την ονομαστική του αξία. Δηλαδή η NPV, η παρούσα αξία δεν έχει τη σημασία ενός τραπεζικού δανεισμού. Ενώ για μας, μαζί με μια πρόσθετη περίοδο χάριτος για την πληρωμή τόκων (ή, θα προσθέταμε με δάνειο της έννοιας από τον ΣΥΡΙΖΑ, με «ρήτρα ανάπτυξης»), θα ελευθερώνονταν πόροι +/- 3% του ΑΕΠ για επένδυση και για ουσιαστικό στοίχημα επανεκκίνησης της πραγματικής οικονομίας.
Κάνουμε τώρα ένα άλμα στον υπέρθερμο χώρο της αγοράς. Τη θυμόσαστε εκείνη την Japonica, του Πολ Καζαριάν, που είχε κάνει δημόσια πρόσκληση για να φορτώσει (φθηνό) ελληνικό χρέος πριν την πρόσφατη άνοδό του;
Είναι γνωστό ότι η κίνηση εκείνη «έτρεξε», μολονότι κανείς δεν γνωρίζει τι ύψος -από το έως 3 δισ. που κυνηγούσε- ομολόγων συγκεντρώθηκαν.
Πριν κάποιον καιρό, η Japonica είχε οργανώσει στο Λονδίνο συνάντηση ανοιχτή στους διεθνείς επενδυτές για να υποστηρίξει ότι – με την αποτίμηση του ελληνικού χρέους βάσει GAAP/γενικώς αποδεκτών διεθνώς λογιστικών αρχών η αξιολόγησή του θα ‘πρεπε να είναι πολύ ευνοϊκότερη.
Συγκρίνοντας με Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, καταλήγει στο ότι άμα συνδυάσει κανείς δημόσιο χρέος και θέση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σ’ αυτήν τη βάση η Ελλάδα έρχεται σε θέση πολύ καλύτερη της Ιταλίας, κοντά σε Ισπανία, Πορτογαλία. Η Japonica επαναλαμβάνει τώρα, πάλι, το γύμνασμα.
Α.Δ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ – [email protected]