Από την έντυπη έκδοση
Tου Ιωάννη Παπαδόπουλου,
αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Είναι αρκετά σίγουρο πως η οικονομία θα αναδειχθεί και κατά την πενταετία 2019-2024 ως ένα από τα κυρίαρχα θέματα στον ευρωπαϊκό πολιτικό ανταγωνισμό. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να προβούμε σε μια συνοπτική παρουσίαση των θέσεων των φιλοευρωπαϊκών κομμάτων στο μέσον του πολιτικού φάσματος γύρω από θέματα οικονομίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να κάνουμε μια πρώτη εκτίμηση ως προς τις πιθανές κοινοβουλευτικές συγκλίσεις και αποκλίσεις μεταξύ των κύριων πολιτικών δυνάμεων της Ευρώπης, αυτών που θα κληθούν να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή που θα σχηματισθεί.
Χωρίς εκπλήξεις, το κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) ποντάρει στο πρόγραμμά του στην αναζωογόνηση της εσωτερικής αγοράς και στις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες μεταξύ της Ε.Ε. και τρίτων χωρών -συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ- για την παραγωγή οικονομικής ανάπτυξης και τη δημιουργία πέντε εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας. Ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο για το ΕΛΚ είναι η υποβοήθηση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (μμε) με την περικοπή του διοικητικού κόστους που βαραίνει τη δραστηριότητά τους κατά 30%. Σχετικά με τη βιομηχανική πολιτική, το ΕΛΚ επιθυμεί την αναθεώρηση των κανόνων ανταγωνισμού με στόχο τη δημιουργία μεγάλων ευρωπαϊκών «βιομηχανικών πρωταθλητών», ικανών να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις τις κινεζικές και αμερικανικές επιχειρήσεις. Στη φορολογική πολιτική το ΕΛΚ τοποθετείται υπέρ ενός φόρου στους ψηφιακούς γίγαντες της αγοράς, καθώς και την κατάργηση των φορολογικών προνομίων των πολυεθνικών εταιρειών μέσω ενδοομιλικών συναλλαγών. Οι Σοσιαλιστές και Δημοκράτες (Σ&Δ) επιμένουν περισσότερο, όπως είναι φυσικό, στην κοινωνική διάσταση της οικονομίας της αγοράς, την οποία θα παρουσιάσω την επόμενη εβδομάδα. Ιδιαίτερη έμφαση στο πρόγραμμα των Σ&Δ δίνεται στην τόνωση των επενδύσεων μέσω της χρήσης δύο εργαλείων: τη δημιουργία ενός επενδυτικού προϋπολογισμού της Ευρωζώνης και τον σχεδιασμό ενός μακροπρόθεσμου ευρωπαϊκού επενδυτικού σχεδίου για την ενεργειακή μετάβαση, την ψηφιακή καινοτομία, την τεχνητή νοημοσύνη και τη διά βίου κατάρτιση των εργαζομένων με σκοπό την προσαρμογή τους στις ανωτέρω προτεραιότητες. Όσον αφορά τη φορολογική πολιτική, οι Σ&Δ προτείνουν τη φορολόγηση των κερδών των πολυεθνικών ομίλων εκεί όπου παράγονται και όχι εκεί όπου υπάρχουν χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές, συνεπώς επιθυμούν την εξάλειψη του ενδοευρωπαϊκού φορολογικού ανταγωνισμού προς τα κάτω.
Ξανά χωρίς εκπλήξεις, οι ανερχόμενοι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες (ALDE) επιμένουν στη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και στο άνοιγμά της σε ένα διεθνές εμπόριο δίκαιο, βασισμένο σε κανόνες και υπό την εποπτεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Επίσης, το ALDE επιθυμεί μια τόνωση των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη (R&D) προκειμένου αυτές να επιτύχουν τον στόχο του 3% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, χρηματοδοτώντας έτσι επαρκώς την καινοτομία και καλύπτοντας το κενό που χωρίζει την Ευρώπη από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, αλλά και από ανερχόμενες δυνάμεις όπως την Κίνα και την Ινδία. Τέλος, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες θα στηρίξουν τη διεύρυνση των ιδίων πόρων της Ε.Ε., αλλά μόνο για την εξυπηρέτηση της βιώσιμης ανάπτυξης, δηλαδή για την ενεργειακή μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και την περιβαλλοντική προστασία.
Τέλος, οι επίσης ανερχόμενοι Πράσινοι επικεντρώνονται, όπως είναι φυσικό, στο πρόγραμμά τους με την κωδική ονομασία Πράσινη Νέα Συμφωνία (Green New Deal) και την υπέρβαση των πολιτικών λιτότητας προς όφελος μιας κοινής βιώσιμης βιομηχανικής πολιτικής. Βασικό εργαλείο πολιτικής για τους Πράσινους είναι ο έμμεσος φόρος, παρ’ όλο που τα κράτη-μέλη διατηρούν ζηλόφθονα την αρμοδιότητα για τη φορολογική πολιτική. Έτσι, το πρόγραμμα του κόμματος καλεί να φορολογηθεί η αλόγιστη χρήση φυσικών πόρων και η μόλυνση και να μη φορολογηθεί η εργασία. Προτείνεται η θέσπιση ενός ευρωπαϊκού φόρου στις (ιδιαίτερα ρυπογόνες) αεροπορικές μεταφορές και στις πλαστικές ουσίες, καθώς και ενός κοινού ευρωπαϊκού συντελεστή για τον εταιρικό φόρο. Προτείνεται επίσης η θέσπιση ενός ευρωπαϊκού φόρου επί των ψηφιακών κολοσσών και ενός ακόμα επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, καθώς και η κατάργηση του ενδοευρωπαϊκού φορολογικού ανταγωνισμού προς τα κάτω. Σχετικά με τις μμε, οι Πράσινοι επιθυμούν την αναθεώρηση των κανόνων ανταγωνισμού προκειμένου να τους δοθούν οι ίδιες δυνατότητες ανάπτυξης με τις μεγάλες εταιρείες. Τέλος, οι Πράσινοι δεν απορρίπτουν το διεθνές εμπόριο, υπό την προϋπόθεση ότι είναι ανοιχτό και δίκαιο και ότι σέβεται το εργασιακό, περιβαλλοντικό και καταναλωτικό κεκτημένο της Ευρώπης.
Εν ολίγοις, παρατηρούμε ότι τα σημεία σύγκλισης στο οικονομικό και αναπτυξιακό πρόγραμμα των τεσσάρων φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων είναι περισσότερα από τα σημεία απόκλισης, όπως φαίνεται από τη σύγκριση των προτάσεων σε δύο τομείς πολιτικής. Κανένα από τα κύρια ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα δεν τίθεται υπέρ ενός εμπορικού και οικονομικού προστατευτισμού, αντιθέτως όλα συμφωνούν σε ένα διεθνές εμπόριο που να σέβεται τους διεθνείς κανόνες. Οι πολιτικές ευαισθησίες σ’ αυτόν τον τομέα ποικίλλουν μόνο στο πώς θα επιβληθεί δεσμευτικά στις διεθνείς οικονομικές συναλλαγές της Ε.Ε. η προστασία του ευρωπαϊκού κεκτημένου (κοινωνικού και περιβαλλοντικού πρωτίστως). Και τα τέσσερα κόμματα συμφωνούν επί της αρχής στη δίκαιη φορολόγηση των μεγάλων πολυεθνικών ομίλων και στην κατάργηση των φορολογικών παραδείσων. Εδώ παρατηρείται μόνο μια σχετική διαφοροποίηση μεταξύ της Κεντροαριστεράς (Σ&Δ και Πράσινοι) και της Κεντροδεξιάς (ΕΛΚ και ALDE) όσον αφορά τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης της Ε.Ε. με στόχο τη συλλογή περισσότερων φορολογικών εσόδων σε ευρωπαϊκό επίπεδο – ασφαλώς με πιο φορολογικά παρεμβατικές τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς.