Skip to main content

Στην κόψη του ξυραφιού, πάλι

Από την έντυπη έκδοση

Tην τελική ευθεία προς τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου τη διανύουμε, για μιαν ακόμη φορά, «στην κόψη του ξυραφιού». Χρησιμοποιούμε τη διατύπωση με ελάχιστη διάθεση είτε προσέλευσης στην (αποτυχούσα, ως φαίνεται) «στρατηγική του φόβου» είτε συμμετοχής στη συζήτηση περί συνωμοσίας επηρεασμού της κάλπης.

Υπάρχει όμως, όσο κι αν δεν το συνειδητοποιούμε έτσι όπως λειτουργούμε αυτοπεριχαρακωμένοι στην παραδοσιακή αντίληψη της Ελλάδας-ομφαλού της Γης, μια συγκυρία γύρω μας που προσδίδει στο «στην κόψη του ξυραφιού» αυτής της εβδομάδας, ακόμη και εξωγενή διάσταση. Αναπόδραστη.

Να το πούμε και αλλιώς: ενώ εμείς χτυπιόμαστε πάνω στην πιρόγα ποιος θα ρίξει στο νερό τον άλλο και κάνουμε γύρω-γύρω αφρούς, ένα μεγάλο ρεύμα μας παρασύρει -όλους μαζί!- προς κάτι που μπορεί και να είναι καταρράκτης, μπροστά.

Αναφερόμαστε στο νέο γύρο νομισματικής αναταραχής που άνοιξε, με την απόφαση-σοκ της ελβετικής κεντρικής τράπεζας – την οποία εμείς, εδώ, τη «διαβάσαμε» ως πρόβλημα των μερικών δεκάδων χιλιάδων δανειοληπτών που επέλεξαν ελβετικό φράγκο για τα στεγαστικά τους και ζεματίστηκαν (και, χαρακτηριστικό, τώρα τα κόμματα τρέχουν να τους υποσχεθούν «λύση»: ψήφοι 50 ή 60 χιλιάδων οικογενειών δεν είναι αστεία υπόθεση…), όμως η αλήθεια είναι ότι δρομολόγησε έναν νέο, μεγάλο, διεθνή γύρο αστάθειας.

Μια σημαντική διεθνής νομισματική παρουσία ξεκόβει από την Ευρωζώνη. Και το κάνει αυτό αναλαμβάνοντας, η ίδια, πελώριο κόστος. Και διαρρηγνύει ισορροπίες χωρών σαν την Πολωνία, την Ουγγαρία, την Κροατία.

Να το πούμε αλλιώς: από τις ελληνικές εκλογές αναμενόταν η επόμενη περιδίνηση του ευρώ, από την ελβετική SNB τους ήρθε. Και τούτο λίγα 24ωρα πριν από την ιστορική συνάντηση του Συμβουλίου της ΕΚΤ που θα κοίταζε -υποτίθεται- κατάματα το φάσμα του αποπληθωρισμού στην Ευρώπη. (Και που εξετάζει και τις δικές μας ανάγκες σταθερότητας εν όψει της καινούργιας μας τραπεζικής κρίσης).

Πώς ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν έβγαλε την Ελλάδα από την (τότε) ΕΟΚ..

Διακόπτουμε εδώ τη ροή του εγχειρήματος. Για να πάμε τρεις δεκαετίες και κάποια χρόνια πίσω. Τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ριζοσπαστικό κ.λπ. ΠΑΣΟΚ της εποχής κατέπλεαν στην εξουσία. Βασική υπόσχεση/απειλή, τότε, το δημοψήφισμα για έξοδο ή παραμονή στην ΕΟΚ (με την επιλογή προς την οποία έκλινε το ΠΑΣΟΚ -και ο κόσμος του- να είναι η έξοδος). Η συνέχεια είναι γνωστή: η Ελλάδα και έμεινε και… βολεύτηκε. Πώς;

Αφηγείται ο Γρηγόρης Βάρφης – και η κατάθεσή του βρίσκεται στο φάκελο Προφορικών Μαρτυριών του Αρχείου Βοβολίνη: «Ο Ανδρέας ώς τότε μιλούσε για δημοψήφισμα. Δύο μήνες αργότερα ήταν μια Σύνοδος Κορυφής -στο Λονδίνο- και εκεί τον ρώτησε ένας ξένος δημοσιογράφος: “Θα μείνετε στην ΕΟΚ, ή θα κάνετε δημοψήφισμα να φύγετε;” Ποια ήταν η απάντηση του Ανδρέα; “Τις εκλογές κέρδισα, δεν έκανα πραξικόπημα!”».

Πώς όμως προχώρησε εκείνη η διαχείριση: «Το θέμα ήταν πλέον -στην ουσία η πολιτική διέξοδος σωτηρίας- η διατύπωση του μνημονίου που τότε συντάχθηκε, με διεκδικήσεις έναντι της Κοινότητας. Είχε ασφαλώς το κείμενο εκείνο και ένα τεχνικό περιεχόμενο διεκδικήσεων: μεταβατικές περιόδους, ειδικές ρυθμίσεις κ.ο.κ. Ομως η ουσία ήταν να δοθεί μια πολιτική διέξοδος. […] Η μεγάλη διαφορά είναι ότι όταν πλέον βρίσκεσαι μέσα στους μηχανισμούς και τις διαδικασίες, τότε είσαι ισχυρός.

Μπορείς να διαμορφώσεις συμμαχίες, να δώσεις κάτι εδώ, να πάρεις κάτι εκεί – αρκεί να ξέρεις κι εσύ, να ξέρουν και εκείνοι πώς παίζεται το παιχνίδι… Μπορείς πάντα να το χειριστείς το θέμα».

Οχι βέβαια πως ήταν εύκολη εκείνη η διαδικασία: «Δεν αγνοούσαν κι εκείνοι, στις Βρυξέλλες, ότι σε ορισμένα θέματα είχαμε εμείς δίκιο. Ομως το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι στο [τότε] μνημόνιο, επιδιωκόταν να μπει μια τελευταία φράση που θα έλεγε “άμα δεν τα δεχθείτε και δεν τα κάνουμε αυτά, εμείς θα φύγουμε”.

Βέβαια κατ’ εμέ, κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό. Πήρα, ενημέρωσα τον Ανδρέα. “Ασε Γρηγόρη να σκεφθώ. Θα σου απαντήσω αύριο”. Με παίρνει την άλλη μέρα, μου λέει: “Γράψτο όπως το διατύπωσες εσύ, όπως το εκτιμάς εσύ”. Κι έτσι, φθάσαμε στην τελική διατύπωση που δεν έλεγε “εμείς θα φύγουμε!” αλλά “εμείς, εν πάση περιπτώσει, θα προστατέψουμε τα εθνικά συμφέροντα, που είναι πάνω απ’ όλα”. […] Ο Ανδρέας δεν ήθελε να τη δείξει την αλλαγή που είχε μέσα του σ’ αυτό το θέμα. Η θέση που είχε [πλέον] διαμορφώσει ήταν ότι “δεν άλλαξε η δική μας θέση, άλλαξε η ΕΟΚ”. Οτι, δηλαδή, η ΕΟΚ είχε μετεξελιχθεί».

«Θα κάνουμε όσα μπορούμε, όχι αυτά που θέλουμε»

Επιστροφή, όμως, στο σήμερα. Και στην κατάσταση ήπιας ασφυξίας που δημιουργείται. Και μέσα στην οποία θα κληθούν να λειτουργήσουν οι αμέσως μετεκλογικές επιλογές και αποφάσεις και κινήσεις.

Πρώτα-πρώτα, εκεί που υποτίθεται ότι τσακωνόταν η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου και ο Γκίκας Χαρδούβελης με την τρόικα για το αν το 2015 θα προέκυπτε δημοσιονομικό κενό από 2 δισ. ευρώ ή κάτω από 1 δισ. (δηλαδή πάνω από 1% του ΑΕΠ ή κάτω από 0,5%), καταφέραμε να κλείσουμε το 2014 με… υποχώρηση του ρυθμού είσπραξης των εσόδων που μας «εξασφάλισε» ένα αρνητικό carry-over στο 2015 της τάξης του 2% του ΑΕΠ.

Μέσα, δε, στον αχό της προεκλογικής εκστρατείας τα στελέχη του -δημοσκοπικά προπορευόμενου- ΣΥΡΙΖΑ, αναφερόμενα ο καθείς κατά την κρίση του και με τη μανιέρα του (υπάρχει και σταυρός, βλέπετε!) στη μοίρα του ΕΝΦΙΑ που κατά Γιάννη Τόλιο δεν θα εισπραχθεί ποτέ κατά τις υπολειπόμενες 2 δόσεις του 2014 μέσα στο 2015, κατά τον Νίκο Παππά θα καταργηθεί μεν αντικαθιστάμενος από ΦΜΑΠ αλλά χωρίς υπαναχώρηση από τα ήδη βεβαιωμένα του 2014 και οφειλόμενα του 2015, ενώ κατά τον Ευκλείδη Τσακαλώτο θα συγκεραστούν όλα ως βάση περιουσίας για ανάδειξη του εισοδήματος πάνω από το οποίο θα επικρέμεται οριακός συντελεστής 50% αν μη 60%, όλα αυτά δημιούργησαν μιαν αποτελεσματικότατη αχλύ φορολογικής ΜΗ συμμόρφωσης.

Η οποία, στην τελική ευθεία, υποχρέωσε τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα να υπενθυμίζει ότι η σοσιαλιστική προσέγγιση επουδενί σημαίνει μη καταβολή των φόρων. Και τούτο, στην ίδια συζήτηση μέσω Τwitter όπου εξήγησε ότι «θα κάνουμε όσα μπορούμε, όχι αυτά που θέλουμε».
Αν, πάντως, στη δημοσιονομική διαχείριση οι τελευταίες προεκλογικές εβδομάδες κατάφεραν να διαλύσουν ό,τι είχε συμμαζευτεί ως αποτέλεσμα επίπονου ανήφορου, στο μέτωπο της ρευστότητας το πράγμα πήγε/πάει ακόμη περισσότερο στην κόψη του ξυραφιού.

Παρά τις ασκήσεις σεμνοπρεπούς και επιδεικτικής καθησυχαστικότητας / ψυχραιμίας και παρά τις διαψεύσεις των εκροών που όλοι αισθάνονταν τους κραδασμούς τους, ξαναεγκατασταθήκαμε σε καθεστώς χρηματοδότησης από τον ELA, τον (μέσω ΕΚΤ, μην ανοηταίνουμε!) μηχανισμό έκτακτης στήριξης ρευστότητας. Λίγο άγαρμπα έγινε αυτό, αλλά τέτοια ζητήματα δεν διεκπεραιώνονται ευγενικά: τις διαψεύσεις διαδέχθηκαν οι διαρροές.

Υστερα η είδηση ότι «δύο συστημικές τράπεζες» ζήτησαν από την ΤτΕ ενεργοποίηση (προληπτική, προληπτική!) του ELA. Η οποία ΤτΕ ζήτησε από την ΕΚΤ τη σχετική έγκριση. Υστερα έγινε γνωστό ότι ήταν η Alpha και η Eurobank. Υστερα ακούστηκε ότι αναμένεται να ακολουθήσουν και οι άλλες δύο. Υστερα διαψεύστηκε από πλευράς Εθνικής. Υστερα έγινε γνωστό ότι το επίσημο αίτημα θα αφορά και τις τέσσερεις συστημικές «μας»…

Σωστή η προσπάθεια αποδραματοποίησης -π.χ. από τον Γιάννη Δραγασάκη- καθώς ο ELA δεν είναι παρά ένα γρανάζι της συνολικής λειτουργίας του ευρωσυστήματος, αν και η προσφυγή σ’ αυτόν έχει κόστος, αντί για πρακτικά μηδενικό (το συμβολικό πλέον 0,05% που ισχύει για το «παράθυρο» της ΕΚΤ), μια ανάσα πάνω από 1,5%.

Ομως ο όλος χειρισμός, ώρα την ώρα, μάλλον «βοήθησε» στη δραματοποίηση. Εύλογη επίσης η αναφορά στο ότι το «στέγνωμα» των τραπεζών ήρθε, όχι μόνο με τις εκροές καταθέσεων αλλά και με την ανάγκη κάλυψης π.χ. των 625 εκατ. στην έκδοση / ανανέωση τρίμηνων εντόκων Ιανουαρίου – που μπόρεσε να κλείσει μόνον αφού παρενέβη, κι εδώ, η ΤτΕ (ως διαχειρίστρια του… κοινού κεφαλαίου των ΝΠΔΔ και ασφαλιστικών ταμείων: σας θυμίζει κάτι;).

Κι ακόμη πιο εύλογη η υπενθύμιση ότι στην κορύφωση της χρήσης του από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ο ELA είχε αγγίξει τα 124 δισ.
Bέβαια, όταν παίζει κανείς με τις εντυπώσεις σ’ αυτά τα θέματα είναι όπως όταν παιδάκια αφήνονται κοντά σε γυμνό ηλεκτροφόρο καλώδιο.

Ετσι κάπως προέκυψε η ενθουσιώδης διαβεβαίωση από χειλέων Ραχήλ Μακρή ότι «θα κόψουμε εμείς ευρώ, στην Τράπεζα της Ελλάδος» και μάλιστα με μια large ποσοτικοποίηση, στα 100 δισ. ευρώ. Σιωπητήριο;

Α.Δ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ[email protected]