Από την έντυπη έκδοση
Tου Α.Δ.Παπαγιαννίδη
[email protected]
Τρεις παράλληλες εξελίξεις δημιουργούν, σε απόσταση αναπνοής από τις κάλπες της 7ης Ιουλίου, τις συνθήκες για μια νέα περιπέτεια της ελληνικής οικονομίας.
Η πρώτη είναι η επαναβεβαίωση -από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ- του ότι η αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας παραμένει απογοητευτική.
Η «Ναυτεμπορική» της 4ης/6 ευγενικά την κατέγραφε ως ευρισκόμενη «σε χαμηλή πτήση», έχουμε όμως τον πειρασμό να χαρακτηρίσουμε την κατάσταση που καταγράφει το α’ 3μηνο του 2019 ως σούρσιμο.
Ασφαλώς δεν πρέπει να αγνοήσουμε το ότι το +1,3% σε σχέση με το ίδιο περσινό διάστημα προσθέτει ένα ακόμη 3μηνο με ανοδική καταγραφή, όμως αυτή η δυναμική ούτε στόχους 2,2-2,3% για το σύνολο της χρονιάς (αναλόγως αν πιστεύει κανείς τις προβλέψεις Βρυξελλών ή Αθηνών) επιβεβαιώνει, ούτε όμως και ως αξιόπιστη βάση για τα πλεονάσματα του 3,5% του ΑΕΠ λειτουργεί.
Περισσότερο κι από τη σύγκριση με τη δυναμική που είχε καταγραφεί πέρσι, και που δείχνει να εξαντλείται, θα σημειώναμε ως πεδίο ανησυχίας το ότι η καταναλωτική δαπάνη -η οποία, μας αρέσει/δεν μας αρέσει, είναι εκείνη που «φέρει» ακόμη και μετά τη διόρθωση της κρίσης την ελληνική οικονομία- έμεινε αναιμική. Ενώ υποτίθεται ότι οι επιδοματικού τύπου ενέσεις στο τέλος της χρονιάς θα τροφοδοτούσαν την κατανάλωση (το ίδιο υποτίθεται ότι θα συνέβαινε τώρα με την εαρινή «13 σύνταξη»), η συνολική καταναλωτική δαπάνη στο ξεκίνημα το 2019 πήγε ελαφρώς πίσω.
Η αλήθεια είναι ότι αποθερμαντικά λειτούργησε η συμπίεση της δημόσιας δαπάνης προκειμένου να δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος (προεκλογικά), όμως η τελική ισορροπία «βγήκε» άνευρη. Η ενάρετη εικόνα των επενδύσεων με ένα σχεδόν +8%, ιδίως συγκρινόμενη με την περσινή υποχώρηση α’ 3μήνου -βέβαια, το παιχνίδι με τα πλοία/μέσα μεταφοράς κάθε φορά αλλοιώνει την εξίσωση- δεν αρκεί για να στηρίξει αισιοδοξία σε νέα βάση.
Ούτε όμως και στο μέτωπο των εξαγωγών (συνολικά +4%,αλλά με τις εμπορευματικές πολύ χαλαρές) μπορεί να φορτωθεί αρκετή αισιοδοξία για τη συνέχεια, έτσι όπως δείχνει ο ορίζοντας στην Ε.Ε. απ’ όπου εξαρτάται η εξαγωγική μας πορεία.
Άμα κρατήσουμε, λοιπόν, αυτήν τη σκιά που εγκαθίσταται σε επίπεδο προβλέψεων για την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας, η δεύτερη εξέλιξη που θα δούμε να ξεδιπλώνεται όλες αυτές τις ημέρες όσο η προσοχή θα μονοπωλείται από τον προεκλογικό λόγο, νομιμοποιείται να δημιουργήσει ανησυχία. Σε τι αναφερόμαστε; Στο ότι έρχονται να προστεθούν τώρα οι απόψεις των «έξω» για τις προοπτικές της οικονομίας ξεκινώντας από την τρίτη αξιολόγηση της μεταμνημονιακής παρακολούθησης: έπειτα από μια κάποια ανάσχεση των επισημάνσεων και σχολίων λόγω προεκλογικής επιφυλακτικότητας από πλευράς Ευρωπαϊκής Επιτροπής/ «Θεσμών» οι τοποθετήσεις των «έξω» θα συσσωρεύονται. Έχει και το ΔΝΤ τη σειρά του μετά την Επιτροπή, ενώ η συνολική αξιολόγηση της μεταμνημονιακής πορείας (που έχει ανατεθεί στον παλιό μας γνώριμο Χοακίν Αλμούνια, με ομάδα του ESM όμως) ξαναρχίζει μια γνώριμη διαδρομή.
Οι αναφορές που θα ξεδιπλώνονται γύρω από τα μέτωπα όπου καταγράφεται καθυστέρηση ή/και υπάρχουν αντιρρήσεις -πορεία «ξε-κοκκινίσματος» του χαρτοφυλακίου των τραπεζών, ανάσχεση στις ιδιωτικοποιήσεις, «κουλτούρα πληρωμών» με τις δίδυμες 120 δόσεις- είναι εν πολλοίς αναμενόμενες. Όμως άμα η διαφαινόμενη υπο-απόδοση της οικονομίας φανεί ότι υπονομεύει και την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων/τα υπεσχημένα πλεονάσματα, και τούτο την ίδια στιγμή που τα μέτρα προεκλογικών παροχών (τα οποία, σημειωτέον, έχουν δηλωθεί ως μόνιμου χαρακτήρα) «τρέφονται» από υπερπλεονάσματα χθεσινά και αυριανά, τότε η αποδοχή/στήριξη που υπήρχε τους τελευταίους μήνες σε επίπεδο Eurogroup δεν θα αργήσει να μεταστραφεί. Είχε αυτό ήδη διαφανεί σε επίπεδο Κλάους Ρέγκλινγκ και -χωριστά- ESM, τώρα θα βαρύνει κι άλλο το κλίμα.
Εδώ, όμως, χρειάζεται πρόσθετη προσοχή σε κάτι που η προεκλογική+προεκλογική βουή με τις αλληλοκαταγγελίες των διεκδικητών της εξουσίας συνήθως μας το κρύβει. Οι τοποθετήσεις, οι αξιολογήσεις, οι υποδείξεις, ακόμη-ακόμη οι ήπιες απειλές των «εταίρων» δεν -ΔΕΝ- αφορούν την κυβέρνηση της στιγμής. Αφορούν την Ελληνική Δημοκρατία, την οικονομία στο σύνολό της, την αυριανή διαχείριση.
Και εδώ μπαίνει στη μέση η τρίτη εξέλιξη. Η κίνηση της κυβέρνησης να φέρει στην εκπνοή της θητείας της Βουλής, εντελώς «στο νήμα» και με τροπολογία, τη μη μείωση του αφορολογήτου (από 1η/1/2020), με δημοσιονομικό κόστος από χέρι 1% του ΑΕΠ, θα δημιουργήσει με τους «έξω» νέο διαπραγματευτικό αδιέξοδο. ΚΙΝΑΛ και Ν.Δ. είχαν προ-καταθέσει δικές τους προτάσεις στην ίδια κατεύθυνση. Όπως είχαν ψηφίσει -με διαμαρτυρίες ασφαλώς- και τις 120 δόσεις και τη «13η σύνταξη». Η συνέχεια επί της οθόνης. (Υπάρχει και ο νομοθετημένος «κόφτης» άλλωστε).