Από την έντυπη έκδοση
Του Sebastian Gechert
Macroeconomic Policy Institute (IMK)
Η μέρα της μαρμότας στην Αθήνα: Το ελληνικό κοινοβούλιο αποφάσισε ακόμη έναν γύρο περικοπών συντάξεων, αυξήσεων φόρων και δυνητικών αυτόματων περικοπών δαπανών, προκειμένου να εκπληρώσει τις προϋποθέσεις των διεθνών δανειστών της Ελλάδας για το λεγόμενο τρίτο πακέτο διάσωσης, που βασικά εξυπηρετεί την αναδιάρθρωση του ανεξόφλητου χρέους σε μακρύτερες ωριμάνσεις και τη μετατόπιση από ιδιώτες σε δημόσιους πιστωτές.
Ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του έρχονται να παραβιάσουν αρκετές από τις πρώην «κόκκινες γραμμές» τους προκειμένου οι θεσμοί να μην τραβήξουν το βύσμα που διατηρεί τη ρευστότητα για το ελληνικό κράτος. Αξίζει όμως τον κόπο;
Σαφώς τα ελληνικά δημόσια οικονομικά αμέσως μετά την οικονομική κρίση ήταν -παραμένουν και σήμερα, για εντελώς διαφορετικούς λόγους- μη βιώσιμα. Επιπλέον, το κόστος μιας ασύνταχτης χρεοκοπίας θα μπορούσε να είναι πολύ υψηλότερο, τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρωζώνη. Είναι όμως αυτή η μόνη εναλλακτική λύση στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης έναντι της οξείας λιτότητας που έχουμε δει εδώ και σχεδόν 7 χρόνια πλέον; Θα απαντούσα «όχι».
Η Ελλάδα έχει εφαρμόσει μέτρα περικοπών δαπανών και φορολογικών αυξήσεων ύψους περίπου 25% του ΑΕΠ από το ξέσπασμα της κρίσης το 2009. Το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο, εξαιρώντας τα κυκλικά στοιχεία, όπως μετριέται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ανέρχεται σήμερα σε περίπου 5% του ΑΕΠ: αν η Ελλάδα δεν ήταν παγιδευμένη σε βαθιά ύφεση, θα «έτρεχε» ήδη ένα μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα.
Πρόκειται για ένα πρωτοφανές «σφίξιμο της ζώνης» που στην ουσία έχει καταστρέψει τις τελευταίες άγκυρες της συνολικής ζήτησης εν μέσω μιας βαθιάς ύφεσης – η οποία επηρεάζει ταυτόχρονα και τους εμπορικούς εταίρους της χώρας, οι εισαγωγές των οποίων (από την Ελλάδα) πήγαν επίσης πολύ άσχημα. Το δημόσιο πρωτογενές ισοζύγιο βελτιώθηκε κατά περίπου 10%, ποσοστό εξαιρετικό σε σύγκριση με άλλες χώρες σε κρίση, που όμως συνεπάγεται μικρό κέρδος για πολύ πόνο.
Γιατί οι θυσίες του ελληνικού λαού δεν έχουν επιβραβευθεί ακόμη; Διότι οι αρνητικές επιπτώσεις των αναδιαρθρώσεων είναι ιδιαίτερα ισχυρές σε περιόδους ύφεσης – ένα εδραιωμένο πλέον στοιχείο μεταξύ των μακροοικονομολόγων, το οποίο εγκαίρως είχαν επισημάνει ερευνητές του ΔΝΤ. Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως οι περικοπές δαπανών και η διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων, σε μια οικονομία χωρίς ισχυρό εξαγωγικό τομέα, που αντιμετωπίζει βαθιά κατάθλιψη, μπορούν να κάνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Η έρευνά μας δείχνει ότι ένα μεγάλο μέρος της εντυπωσιακά κακής αναπτυξιακής πορείας της Ελλάδας μετά την οικονομική κρίση μπορεί να αποδοθεί στα μέτρα λιτότητας αυτά καθαυτά.
Με την κατάρρευση των οικονομικών επιδόσεων, τα φορολογικά έσοδα και οι στόχοι των κοινωνικών δαπανών έχουν υπο-αποδώσει. Γι’ αυτό κυρίως η επίδραση της αναδιάρθρωσης ήταν πολύ πιο ασθενής από την προσπάθεια που καταβλήθηκε. Το αποτέλεσμα αυτό παρερμηνεύθηκε ως απροθυμία για μεταρρυθμίσεις και απαντήθηκε με περαιτέρω αιτήματα για μέτρα εξυγίανσης.
Επιπλέον, η απώλεια -περισσότερο από 1/4- του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος έχει εμποδίσει τη μείωση του λόγου του χρέους σε επίπεδα συμβατά με τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωζώνης. Με την ανεργία των νέων να ξεπερνά το 50%, λειτουργώντας ως τεράστια τροχοπέδη για τη μελλοντική αναπτυξιακή δυναμική, η κατάσταση είναι απίθανο να βελτιωθεί σύντομα. Η εμπροσθοβαρής δημοσιονομική εξυγίανση έχει καταστήσει την αποπληρωμή του υπερβολικού χρέους της ελληνικής κυβέρνησης ακόμη πιο δύσκολη.
Εάν αυτές οι βασικές μακροοικονομικές παράμετροι είχαν αναγνωριστεί από νωρίς και είχε δοθεί στην Ελλάδα περισσότερος χρόνος για μια πιο αργή -λιγότερο επιβραδυντική αλλά αξιόπιστη- διαδρομή εξυγίανσης, τότε ένα μεγάλο μέρος της ύφεσης, μαζί με το μακροπρόθεσμο κόστος της, θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Μια σταδιακή πορεία εξυγίανσης θα επέτρεπε στις αρχές να ξοδέψουν το πολιτικό τους κεφάλαιο σε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, όπως η αναμόρφωση του φοροεισπρακτικού συστήματος, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας της νομολογίας ή η δημιουργία ενός λειτουργικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που να βασίζεται λιγότερο στις συντάξεις των παππούδων.
Αυτό θα λειτουργούσε επίσης προς το συμφέρον των άλλων κυβερνήσεων της Ευρωζώνης που επιδιώκουν να ανακτήσουν τα χρήματα των φορολογουμένων τους. Το ΔΝΤ σε έναν βαθμό έχει μάθει το μάθημα και τάσσεται πλέον υπέρ ενός πιο ρεαλιστικού στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος στο 1,5% του ΑΕΠ. Αντιθέτως, πολλοί Ευρωπαίοι πολιτικοί και οι θεσμοί έχουν δεσμευτεί στην αφήγηση ότι δεν υπάρχει άλλη λύση από τη λιτότητα, προσθέτοντας έτσι μια επιπλέον πράξη στην ελληνική μακροοικονομική τραγωδία.
* Το άρθρο αυτό είναι μέρος αφιερώματος στο πλαίσιο συνεργασίας της «Ναυτεμπορικής» και του «DIW Berlin» για την κρίση στην Ελλάδα. Βασίζεται στην έρευνα «Η ελληνική κρίση: Μια ελληνική τραγωδία;» και εκφράζει την προσωπική άποψη των συντακτών.