Από την έντυπη έκδοση
Του Ιωάννη Παπαδόπουλου,
αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Ας συνοψίσω τα δύο βασικά συμπεράσματα στα οποία κατέληξα μετά την Κυριακή 26 Μαΐου. Πρώτον, οι ευρωεκλογές 2019 δεν υπήρξαν η καταστροφή που προφήτευαν οι κινδυνολόγοι. Ναι μεν η αντισυστημική Άκρα Δεξιά έκανε πολύ αισθητή την παρουσία της σε διάφορες χώρες της Ε.Ε. -με πιο ανησυχητική την περίπτωση της Ιταλίας-, όμως ούτε ανέβηκε συνολικά ούτε κέρδισε έδρες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Δεύτερον, στο μέσον του πολιτικού φάσματος παρατηρούμε το αδιαμφισβήτητο τέλος του δικομματικού συστήματος διακυβέρνησης των ευρωπαϊκών θεσμών, με άξονα τους Χριστιανοδημοκράτες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) και τους Σοσιαλδημοκράτες των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (Σ&Δ). Η μετεωρική άνοδος τόσο των Φιλελευθέρων στο κεντροδεξιό όσο και των Πρασίνων στο κεντροαριστερό μέρος του φάσματος σημαίνει ότι εφεξής, στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα στηρίζει τις πολιτικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα ανήκουν τόσο τα δύο πρώτα κόμματα όσο και οι Φιλελεύθεροι, σε πολλά δε θέματα και οι Πράσινοι, οι οποίοι δεν είναι πια ένα κίνημα διαμαρτυρίας, αλλά έχουν εξελιχθεί σε ένα κόμμα κυβέρνησης.
Όσον αφορά την Άκρα Δεξιά: Είναι σαφές ότι η καθαρά νεοφασιστική Λέγκα του Σαλβίνι βγήκε πρώτη και το κόμμα Fidesz του εξίσου αυταρχικού και αντιφιλελεύθερου Όρμπαν θριάμβευσε (και τα δύο αναμενόμενα) στην Ιταλία και την Ουγγαρία αντίστοιχα. Στο επόμενο διάστημα θα φανεί αν αυτός ο άξονας θα καταφέρει να συμπήξει μία ενιαία ακροδεξιά ευρωπαϊκή πολιτική ομάδα στο Κοινοβούλιο, αντί για τρεις ομάδες σήμερα. Ακόμα και αν αυτό συμβεί, παρά τις ριζικές εσωτερικές διαφωνίες των εθνικών κομμάτων αναφορικά με τη σχέση μεταξύ της Ε.Ε. και της Ρωσίας του Πούτιν, η ευρωπαϊκή Άκρα Δεξιά δεν θα αντιπροσωπεύει παρά μόνο μία δύναμη παρενόχλησης, σε καμία όμως περίπτωση μια δύναμη βέτο των προτάσεων νομοθεσίας που θα συζητούνται στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Αν, μάλιστα, δούμε πιο προσεκτικά τις εμβληματικές περιπτώσεις της Γαλλίας, της Αυστρίας και των σκανδιναβικών χωρών, θα διαπιστώσουμε τα εξής ελπιδοφόρα: Στη Γαλλία, η Λεπέν κέρδισε την πρωτιά, αλλά το 2014 είχε ξανακερδίσει και μάλιστα με μεγαλύτερη άνεση και διαφορά από το δεύτερο τότε κόμμα. Στην Αυστρία, η αποκάλυψη του σκανδάλου της συναλλαγής του ηγέτη της Άκρας Δεξιάς Στράχε με μια (υποτιθέμενη) αντιπρόσωπο του Πούτιν σόκαρε βαθιά τους συντηρητικούς ψηφοφόρους, με αποτέλεσμα το λεγόμενο «Κόμμα Ελευθερίας» να σημειώσει δραματική πτώση με επίδοση 17,5% και το κυβερνών κόμμα του δεξιού καγκελαρίου Κουρτς να συγκεντρώσει 34,5%.
Τέλος, ενώ επί μήνες διακινούνταν σενάρια τρόμου για την έκρηξη των ρατσιστικών, ξενοφοβικών και αντιφιλελεύθερων δυνάμεων στις σκανδιναβικές χώρες, τελικά οι Σοσιαλδημοκράτες επικράτησαν σχετικά άνετα στη Δανία και τη Σουηδία, ενώ τα εθνικιστικά-ακροδεξιά κόμματα περιορίστηκαν παντού σε ποσοστά μεταξύ 13% και 16% και σε θέσεις μεταξύ της τρίτης και της τέταρτης. Προφανώς τα δεδομένα δεν είναι καλά αφ’ εαυτά, όμως σίγουρα δεν ήρθε η συντέλεια του κόσμου, ούτε η Ευρώπη θα διαλυθεί εκ των ένδον.
Όσον αφορά τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις: Όπως προείπα, τόσο οι Χριστιανοδημοκράτες όσο και οι Σοσιαλδημοκράτες υποχωρούν, πολύ μάλιστα (απώλεια 43 και 39 εδρών αντίστοιχα), όμως οι Φιλελεύθεροι ανεβαίνουν από τις 67 στις 108 και οι Πράσινοι από τις 50 στις 67 έδρες, αναπληρώνοντας έτσι σε σημαντικό βαθμό τις παραπάνω απώλειες. Ουσιαστικά, παρατηρούμε μια αναδιαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού στο μέσον του φάσματος, με ιδιαίτερη έμφαση σε κεντρικές χώρες όπως η Γερμανία πρωτίστως και η Γαλλία δευτερευόντως.
Αυτή η αναδιαμόρφωση εκτιμώ ότι θα έχει μία άμεση συνέπεια: τη μείωση των πιθανοτήτων επικράτησης της υποψηφιότητας του κ. Βέμπερ, πρωτεύοντος υποψηφίου του ΕΛΚ, για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο Βέμπερ θα χρειαστεί ευρύτερη τρικομματική ή τετρακομματική συναίνεση προκειμένου να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Κάτι τέτοιο θα είναι πολύ δύσκολο να γίνει, καθώς το προφίλ του είναι αυστηρά κομματικό και το κυριότερο, δεν διαθέτει σημαντική ευρωπαϊκή εμπειρία, σε αντίθεση με τον μετριοπαθέστερο, καθολικής αποδοχής και πολύπειρο πρώην επίτροπο και νυν διαπραγματευτή της Ε.Ε. για το Brexit Μπαρνιέ.
Ακόμα σημαντικότερη όμως είναι η συνέπεια που θα έχει το νέο τρικομματικό προς τετρακομματικό πολιτικό τοπίο στη διακυβέρνηση της Ένωσης. Όπως έγραψα την προηγούμενη εβδομάδα σ’ αυτήν τη στήλη, υπάρχουν τρία βασικά διακυβεύματα για την επόμενη πολιτική περίοδο, που ανοίγει τον προσεχή Ιούλιο με τη σύγκληση της Ολομέλειας του Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο. Αυτά είναι: η μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής, η προστασία της μεσαίας τάξης και η κατοχύρωση της διεθνούς θέσης της Ε.Ε. απέναντι στους στρατηγικούς μας ανταγωνιστές.
Όσον αφορά το δεύτερο και το τρίτο διακύβευμα, παρατηρούνται σημαντικές πολιτικές συγκλίσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κομμάτων του κεντροδεξιού (ΕΛΚ – Φιλελεύθεροι) και του κεντροαριστερού (Σ&Δ – Πράσινοι) πόλου, χωρίς όμως να ευθυγραμμίζονται οι διακριτές πολιτικές ευαισθησίες σε θέματα όπως το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Όσον αφορά την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή, έστω κι αν το πιο δεξιό μέρος των Χριστιανοδημοκρατών παραμένει κλιματοσκεπτικιστικό, η (σαφώς αργοπορημένη) μεταστροφή του Βέμπερ υπέρ μιας οικονομίας μηδενικών εκπομπών άνθρακα έως το 2050 και η σχεδόν πλήρης σύμπλευση των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων προδιαγράφουν ένα τοπίο όπου αυτή η ατζέντα της Ε.Ε. θα προωθηθεί αρκετά απρόσκοπτα.