Από την έντυπη έκδοση
Της Nατάσας Στασινού
[email protected]
Οταν πριν από δέκα χρόνια Γάλλοι και Ολλανδοί είπαν «όχι» στο Ευρωσύνταγμα, άλλοι τόνισαν πως χάθηκε μία ιστορική ευκαιρία προς την ουσιαστική ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και άλλοι πίστεψαν πως δημιουργήθηκε μία νέα ευκαιρία για πιο τολμηρές αλλαγές προς μία κοινότητα με πιο αποτελεσματικούς και πρωτίστως πιο δημοκρατικούς μηχανισμούς λήψης αποφάσεων.
Η απόρριψη δεν είχε έλθει μόνο από την πλευρά των ευρωσκεπτικιστών, που προειδοποιούσαν για τους κινδύνους της μεταφοράς περισσότερων εξουσιών από εθνικό σε κοινοτικό επίπεδο. Υπήρχαν και εκείνοι που υποστήριζαν ότι το λεγόμενο Σύνταγμα ως Συνθήκη περιοριζόμενη σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις (και όχι αλλαγή πολιτικής) δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τα ουσιαστικά ελλείμματα και προβλήματα, να ανταποκριθεί στις πραγματικές ανάγκες των πολιτών. Δέκα χρόνια μετά, η κριτική και από τις δύο πλευρές έχει ενταθεί, καθώς είναι προφανές ότι η Ενωση, έχοντας βιώσει αλλεπάλληλες, επώδυνες κρίσεις εξακολουθεί να μην έχει σαφή κατεύθυνση.
Το Ευρωσύνταγμα έδωσε τη θέση του στη λιγότερο φιλόδοξη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία συνιστούσε σαφώς ένα βήμα προς τα εμπρός σε σχέση με την προηγούμενη Συνθήκη της Νίκαιας. Ηταν, όμως, ένα βήμα διστακτικό, που μάλλον έμεινε μετέωρο. Καθιερώθηκε θέση προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου – προκειμένου οι άλλες χώρες να γνωρίζουν επιτέλους «ποιος θα σηκώσει το τηλέφωνο» εάν καλέσουν στην κοινότητα. Στην πράξη, ωστόσο, απεδείχθη ότι ο ρόλος αυτός είναι μάλλον κενός περιεχομένου. Δημιουργήθηκε η θέση του ύπατου εκπροσώπου για την εξωτερική πολιτική, αλλά αυτό δεν ήταν από μόνο αρκετό για να αποκτήσει η ευρωπαϊκή οικογένεια «ενιαία φωνή».
Τα πιο σημαντικά ίσως βήματα έγιναν όταν ενισχύθηκε ο ρόλος τόσο του ευρωπαϊκού όσο και των εθνικών κοινοβουλίων, καθιερώθηκε η φόρμουλα διπλής πλειοψηφίας (55% των κρατών και 65% του πληθυσμού) για τη λήψη αποφάσεων, υιοθετήθηκε η ρήτρα αλληλεγγύης, ενώ δόθηκε φωνή στους πολίτες. Συγκεντρώνοντας ένα εκατομμύριο υπογραφές, οι πολίτες μπορούν να ζητούν από την Κομισιόν να υποβάλει νέα πρόταση σε οποιονδήποτε τομέα πολιτικής. Τίποτα από τα παραπάνω, ωστόσο, δεν στάθηκε ικανό να ανατρέψει την εικόνα μιας Ενωσης πολλών ταχυτήτων και έντονων ανισορροπιών, να αλλάξει την αίσθηση πως οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται από γραφειοκράτες, προσηλωμένους στη λατρεία των αριθμών ή επιβάλλονται από τα ισχυρότερα κράτη στα ασθενέστερα. Να διαψεύσει όσους κάνουν λόγο για σοβαρό δημοκρατικό έλλειμμα και μιλούν για «ηγεμονία» αντί μιας κοινότητας ίσων εταίρων.
Η επιλογή της λιτότητας ως μονόδρομου, η συνεχής πολυφωνία μεταξύ των κρατών-μελών, η αδυναμία κοινού βηματισμού και οι επίμονα καθυστερημένες «απαντήσεις», ακόμη και στις πιο κρίσιμες καταστάσεις, επιτρέπουν στους ευρωσκεπτικιστές να νιώθουν δικαιωμένοι. Να «διαφημίζουν» την προοπτική ενός Grexit ή Brexit ως «ευκαιρία». Οσο για τους υπόλοιπους, όσους πιστέψαμε και πιστεύουμε στο ευρωπαϊκό όραμα, μένουμε να αναρωτιόμαστε Quo vadis Europa? Και η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να περιμένει για πολύ ακόμη.