Από την έντυπη έκδοση
Των Klaus Schrader, David Bencek, Claus-Friedrich-Laaser
Kiel Institute for the World Economy, IfW
Το 2014 υπήρχαν ενδείξεις ότι η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, για πρώτη φορά έπειτα από καιρό, σημείωνε μια στροφή προς το καλύτερο. Ένας θετικός ρυθμός ανάπτυξης και ένα πρωτογενές πλεόνασμα του ελληνικού κρατικού προϋπολογισμού έδειχναν να σηματοδοτούν την «εξόφληση» της πολιτικής των μεταρρυθμίσεων και της λιτότητας.
Αλλά η πολιτική αναταραχή του περασμένου έτους, η οποία οδήγησε κοντά στη χρεοκοπία και στο Grexit, ανέβαλε ξανά την οικονομική ανάκαμψη και τη δημοσιονομική εξυγίανση – μια μηδενική ανάπτυξη και ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα δεν επαρκούν για την υπέρβαση της κρίσης. Είναι πολύ μικρή η παρηγοριά ότι η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ακόμη χειρότερη: οι απαιτούμενοι ρυθμοί ανάπτυξης της τάξης του 3% και η πρόβλεψη για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ βρίσκονται ακόμη εκτός οπτικού πεδίου. Αλλά πόσο ρεαλιστική είναι η προσδοκία ότι το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής θα σηματοδοτήσει μια στροφή προς το καλύτερο;
Το μνημόνιο κατανόησης (MoU), από τον Αύγουστο του 2015 περιλαμβάνει ένα κατάλληλο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα – όπως ίσχυε και με τα τελευταία προγράμματα διάσωσης. Το μνημόνιο φαίνεται να συνεπάγεται την επίγνωση ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν σημασία για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης. Η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος, η απελευθέρωση της αγοράς προϊόντων, η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, το καλύτερο κανονιστικό πλαίσιο για το βιομηχανικό δίκτυο, η συνέχιση της διαδικασίας των ιδιωτικοποιήσεων, η αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης και άλλων κρατικών θεσμών.
Ουδείς ακρογωνιαίος λίθος μιας συνεκτικής μεταρρυθμιστικής διαδικασίας δεν έλειπε από το μνημόνιο. Ωστόσο, αυτός ο κατάλογος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την ελληνική κυβέρνηση, δημιουργεί μια αίσθηση deja vu. Από τον Μάιο του 2010, οι χώρες του ευρώ έχουν χορηγήσει οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα για εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά η πλειοψηφία αυτών των μεταρρυθμίσεων δεν έχει ολοκληρωθεί. Η προφανής ανάγκη να συμπεριληφθούν στο νέο μνημόνιο πολυάριθμες γνώριμες μεταρρυθμιστικές δράσεις υπογραμμίζει αυτήν τη θλιβερή πραγματικότητα. Το μνημόνιο είναι λίγο – πολύ μια πλήρης επανέναρξη της ελληνικής μεταρρυθμιστικής διαδικασίας από την αρχή. Το μνημόνιο του 2015 δεν είναι το μόνο στοιχείο που προκαλεί deja vu σε αυτήν την ελληνική «τραγωδία».
Το ίδιο συμβαίνει σε σχέση με το αβάσταχτο φορτίο χρέους που μεγεθύνεται αντί να συρρικνώνεται μέσω βιώσιμης ανάπτυξης, τη ζοφερή εικόνα των εισοδημάτων και της απασχόλησης, και την αιτία όλων αυτών: την επίμονη διαρθρωτική κρίση στην ελληνική πραγματική οικονομία. Κατά την ανάλυση της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα γίνεται σαφές ότι χωρίς ουσιαστική ανάπτυξη το ελληνικό χρέος θα παραμείνει μη βιώσιμο. Ένα τελικό «κούρεμα» ή μια σταδιακή απομείωση του ελληνικού χρέους ίσως είναι αναπόφευκτα για να καταστεί βιώσιμο το δημόσιο χρέος της Ελλάδας. Αυτά είναι στοιχεία που μπορούν μόνο να συμπληρώσουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις από την πλευρά της προσφοράς. Δυστυχώς, είναι εύλογα αμφίβολο ότι οι Έλληνες παράγοντες χάραξης πολιτικής έχουν θέσει στη δική τους ατζέντα τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ως απαραίτητες για την οικονομική ανάκαμψη.
Επομένως, είναι εξαιρετικά κρίσιμο η σημερινή κυβέρνηση να αναλάβει την ιδιοκτησία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Το μείζον πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα είναι πως ούτε ξεπέρασε τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ούτε ανέπτυξε εξαγωγικές βιομηχανίες ως κινητήριες δυνάμεις ανάπτυξης. Οι τομεακές δομές στην Ελλάδα εξακολουθούν να αντανακλούν ένα χαμηλό επίπεδο βιομηχανικής ανάπτυξης και οι επιδόσεις των υπηρεσιών της βρίσκονται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Δυστυχώς, αυτή η κατάσταση της υστέρησης και της αναντιστοιχίας μεταξύ της παραγωγικής δυναμικής και των εισοδηματικών αξιώσεων δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά από τότε που η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ε.Ε., το 1981.
Οι Έλληνες παράγοντες χάραξης πολιτικής θα πρέπει να έχουν κατά νου ότι η μεταρρυθμιστική διαδικασία είναι απαραίτητη για τη βελτίωση των συνθηκών της επιχειρηματικής δραστηριότητας και την προσέλκυση ιδιωτών επενδυτών στη χώρα. Η ανάμιξη των ιδιωτικών εγχώριων και ξένων επενδυτών είναι ζωτικής σημασίας για την εκκίνηση της διαρθρωτικής αλλαγής που χρειάζεται η Ελλάδα για να πετύχει μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Μια δυναμική επενδυτική διαδικασία είναι απαραίτητη για την επιτάχυνση του εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας.
Η Ελλάδα χρειάζεται ιδιωτικά κεφάλαια για να αναπτύξει ανταγωνιστικές δομές και να εντάξει την οικονομία σε διεθνείς αλυσίδες παραγωγής, ιδανικά με υψηλή προστιθέμενη αξία για τους ελληνικούς τομείς. Η Ελλάδα δεν μπορεί ποτέ να κερδίσει έναν αγώνα μισθών απέναντι σε χώρες χαμηλών εισοδημάτων της Ανατολικής Ευρώπης ή της Ασίας, αν επιδιώκει να διατηρήσει το επίπεδο ευημερίας της. Χωρίς τον εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας και των υπηρεσιών στην Ελλάδα, η πτώση της οικονομικής ευημερίας θα καταστεί μόνιμη.
Ακόμη και αν η πολιτική βούληση για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκύψει στο πέρασμα του χρόνου, είναι αμφίβολο ότι η ελληνική διοίκηση μπορεί να εφαρμόσει και να επιβάλει τις μεταρρυθμίσεις χωρίς εξωτερική υποστήριξη. Για τον λόγο αυτόν, θα ήταν σκόπιμη μια μεγάλης κλίμακας εξωτερική ανάθεση των έργων μεταρρύθμισης. Ως εκ τούτου, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να στείλει το κατάλληλο σήμα ότι υποστηρίζει τη μεταρρυθμιστική διαδικασία χωρίς κανέναν περιορισμό και πως αποδέχεται εκτεταμένη τεχνική βοήθεια.
* Το άρθρο αυτό είναι μέρος αφιερώματος στο πλαίσιο συνεργασίας της «Ναυτεμπορικής» και του «DIW Berlin» για την κρίση στην Ελλάδα. Βασίζεται στην έρευνα «Η ελληνική κρίση: Μια ελληνική τραγωδία;» και εκφράζει την προσωπική άποψη των συντακτών.