Skip to main content

ΗΠΑ – Κίνα υπό το πρίσμα επιθετικού ρεαλισμού

Από την έντυπη έκδοση

Του Σπύρου Ρεπούση,
οικονομολόγου, συγγραφέα του βιβλίου «Το Δημόσιο Χρέος της Ελλάδας»

Μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ μαίνεται ένας συνεχώς αυξανόμενος εμπορικός πόλεμος. Η πιθανότητα δημιουργίας εντάσεων μεταξύ μιας εδραιωμένης και μιας αναδυόμενης δύναμης δεν αποτελεί κάτι καινοφανές. Αναπόφευκτα, η αναδυόμενη δύναμη διεισδύει σε ορισμένες σφαίρες οι οποίες μέχρι τότε αντιμετωπίζονταν ως χώρος αποκλειστικής δραστηριοποίησης της εδραιωμένης δύναμης.

Η αναδυόμενη δύναμη υποψιάζεται ότι ο αντίπαλός της ίσως επιχειρήσει να παρακωλύσει την ανάπτυξή της προτού να είναι πολύ αργά. Από την πλευρά της Αμερικής, ο φόβος είναι ότι μια ανερχόμενη Κίνα υπονομεύει την πρωτοκαθεδρία και κατ’ επέκταση την ασφάλεια των ΗΠΑ. Η Κίνα παραλληλίζεται με τη Σοβιετική Ένωση του Ψυχρού Πολέμου. 

Η αναζήτηση μοτίβων συμπεριφοράς και περιπτώσεων του παρελθόντος μπορεί να υποστηρίξει μια σύγκρουση μεταξύ των δύο κρατών. Άλλωστε στο παρελθόν, σε 11 από 15 περιπτώσεις από το 1.500 μ.Χ., όταν μια αναδυόμενη δύναμη ανταγωνίστηκε μια εδραιωμένη δύναμη, το αποτέλεσμα ήταν πόλεμος.

Εδώ και δεκαετίες, οι σχέσεις Κίνας – ΗΠΑ θεωρούνται ως ένα «ζευγάρι» που αγαπιέται και μισείται ταυτόχρονα. Σήμερα όμως η οικονομία της Κίνας είναι στενά συνυφασμένη με την οικονομία των ΗΠΑ, αφού η Κίνα κατέχει τεράστια ποσά σε κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ, ενώ το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ προς την Κίνα είναι και πάλι τεράστιο. Η Κίνα έγινε σε λίγα χρόνια ταυτόχρονα τράπεζα και εργαστήριο των ΗΠΑ, αφού πολλές αμερικανικές εταιρείες έχουν τα εργοστάσιά τους στην Κίνα. 

Η Κίνα μπορεί να είναι ένας οικονομικός γίγαντας με τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα, όμως έχει και σημαντικά εσωτερικά προβλήματα να αντιμετωπίσει, όπως είναι η γήρανση του πληθυσμού, η ανάγκη για αύξηση της μεσαίας τάξης, η έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, η ρύπανση περιβάλλοντος και κίνδυνοι δημόσιας υγείας, φούσκα ακινήτων και κίνδυνοι στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς και θέματα δημοκρατικής λειτουργίας του κράτους. 

Η αίσθηση που υπάρχει σήμερα στις σινο-αμερικανικές σχέσεις είναι ότι η σύνδεση των δύο χωρών με μεγάλες οικονομικές και εμπορικές σχέσεις οδηγεί σε αλληλεξάρτηση και μειώνει την πιθανότητα σύγκρουσης. Εξ ου και η προσπάθεια ένταξης της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου επί κυβερνήσεως Κλίντον.

Όμως, η εμπειρία του παρελθόντος έχει δείξει ότι ακόμα και η υψηλή οικονομική αλληλεξάρτηση δεν σημαίνει και αυτόματα αποφυγή πολεμικής σύγκρουσης. Η πίστη ότι η οικονομική συνεργασία οδηγεί σε άμβλυνση γεωπολιτικών και πολιτικών αντιθέσεων δεν έχει ιστορικό στήριγμα. Τη χρονική περίοδο 1900-1914, το γαλλο-γερμανικό εμπόριο αυξήθηκε κατά 137%, το γερμανο-ρωσικό κατά 121% και το γερμανο-βρετανικό κατά 100%, ενώ περισσότερα από τα μισά διεθνή καρτέλ παραγωγής της εποχής εκείνης αποτελούσαν κοινή γερμανο-βρετανική ιδιοκτησία (ένα από αυτά μάλιστα παρήγαγε εκρηκτικές ύλες). 
Όλοι αυτοί οι εντυπωσιακοί ανοδικοί δείκτες δεν εμπόδισαν τις πιο πάνω χώρες να εμπλακούν σε έναν από τους φονικότερους πολέμους από καταβολής κόσμου. 

Η οικονομική συνεργασία γεννιέται από οικονομικές ανάγκες και αναγκαιότητες που δεν έχουν αναγκαστική σχέση με φιλικές ή εχθρικές προθέσεις από πολιτικής άποψης. Αποτελεί ένδειξη καλών πολιτικών σχέσεων μόνο υπό την προϋπόθεση ότι έχουν λυθεί οι τυχόν γεωπολιτικές διαφορές. 

Η άνοδος της Κίνας έθεσε γενικότερα το ερώτημα εάν η Κίνα θα είναι μια αναθεωρητική δύναμη στις διεθνείς σχέσεις, καθώς και εάν η Κίνα αποκτήσει εκτός από οικονομικές και στρατιωτικές δυνατότητες που να απειλήσουν τις ΗΠΑ. Τότε η Κίνα θα επιδιώξει αρχικά την περιφερειακή ηγεμονία και θα διευρύνει το χάσμα ισχύος της σε σχέση με την Ινδία, τη Ρωσία και την Ιαπωνία. Κατά συνέπεια, οι ΗΠΑ θα αναγκαστούν να επιδιώξουν πιο έντονα μια πολιτική ανάσχεσης της Κίνας (όπως στο παρελθόν κατά της πρώην ΕΣΣΔ), κάτι ανάλογο με τον σημερινό εμπορικό πόλεμο. 

Επίσης, από διάφορους στοχαστές, ο πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δεν είναι απλώς πιθανός, αλλά είναι σίγουρος και πρέπει να εξεταστεί μέσα από τον φακό της «Παγίδας του Θουκυδίδη». Θεωρείται ότι πρέπει να γίνουν πολλά πράγματα και από τις δύο πλευρές ώστε μελλοντικά να αποφευχθεί. Ανατρέχοντας στη μελέτη του Yuan-Kang Wang προκύπτει ότι ο επιθετικός ρεαλισμός μπορεί να ερμηνεύσει τη διεθνή συμπεριφορά της Κίνας διαχρονικά. Εξετάζοντας τις δυναστείες των Song (960-1279) και των Ming (1368-1644) παρατήρησε ότι η αυτοκρατορική Κίνα επιδίωξε τη μεγιστοποίηση της ισχύος της και τη μεταβολή της ισορροπίας ισχύος προς όφελός της, όταν της δόθηκε η δυνατότητα. 

Η Κίνα δεν αποτελεί άμεση απειλή για την επιβίωση των ΗΠΑ και το ενδεχόμενο ενός πολέμου είναι εξαιρετικά μακρινό. Υφίσταται πάντως μια στρατιωτική απειλή από την Κίνα, αλλά θεωρείται ως έμμεση, ενώ η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, μερικώς κατευθύνθηκε σε αύξηση των μισθών των στρατιωτικών. 

Η Κίνα επιδιώκει περισσότερο να περιορίσει την πρόσβαση στις θάλασσές της, γιατί δεν έχει ικανότητα προστασίας των δικών της γραμμών, με στόχο να επηρεάσει την αμερικανική συμπεριφορά παρά να εισέλθει σε ανοικτό πόλεμο με τις ΗΠΑ. Το αμερικανικό ναυτικό διατηρεί την ικανότητά του να διακόψει τον ενεργειακό ανεφοδιασμό της Κίνας, παρεμποδίζοντας τα κινεζικά πλοία στον Ειρηνικό και Ινδικό Ωκεανό. 

Η σύγκρουση είναι μια πιθανότητα, αλλά όχι μια αναγκαιότητα, ενώ ακόμα και εάν το ΑΕΠ της Κίνας εξισωθεί με αυτό της Αμερικής, η Κίνα πρέπει να το διανείμει σε έναν πληθυσμό τέσσερις φορές μεγαλύτερο από των ΗΠΑ. 

Οι διάφορες θεωρίες διεθνών σχέσεων δεν μπορούν να παρέχουν ολοκληρωμένες εξηγήσεις για την επέκταση της κινεζικής διπλωματίας με πολλαπλή δράση στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική και στη Μέση Ανατολή και κατά συνέπεια δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα για τις ομαλές ή μη, μελλοντικές σχέσεις Κίνας – ΗΠΑ. Η επιστημονική αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών ιδεών και θεωριών καταλήγει σε διαφορετικά συμπεράσματα. 

Όμως πέρα από την αντιπαράθεση διαφορετικών σχολών σκέψης, οι μελλοντικές προθέσεις της Κίνας και το μέλλον των σχέσεων των δύο χωρών είναι ένα πολυσύνθετο και αβέβαιο ζήτημα, που δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια, ενώ δεν θα πρέπει να μείνει περιχαρακωμένο στην ανάλυση και επεξήγηση συγκεκριμένων μοτίβων σκέψης, αλλά να τα υπερβεί και να στηριχθεί στη σοφία, στην ειλικρίνεια και στο ηθικό σθένος των πολιτικών ηγετών, ώστε να μην επικρατήσουν τα ζωώδη καταστροφικά ένστικτα επιβίωσης των ανθρώπων.