Από την έντυπη έκδοση
Του Σπύρου Ρεπούση,
Οικονομολόγος, συγγραφέας του βιβλίου «Το Δημόσιο Χρέος της Ελλάδας»
Στην Ελλάδα υπάρχει μια διάσταση απόψεων σχετικά με τα οφέλη που έχουν προκύψει από τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.). Έχουν ακουστεί απόψεις ότι η συμμετοχή είχε θετικές οικονομικές συνέπειες και άλλες ότι είχε αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις.
Η Ελλάδα είναι μια ευρωπαϊκή χώρα, αλλά όχι μόνο λόγω πολιτισμού αλλά και επειδή επιδιώκει βαθύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση. Υποστηρίζει την περαιτέρω εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια πολιτική ένωση με ταυτόχρονη ανάπτυξη της Ευρω-άμυνας, της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της οικονομικής ένωσης κ.λπ.
Ταυτόχρονα παρατηρείται ότι η ελληνική κοινή γνώμη εμφανίζεται με χαμηλά ποσοστά ταύτισης με την Ευρώπη. Σύμφωνα με σχετική έρευνα της διαΝΕΟσις, νιώθει «πολύ λίγο Ευρωπαίος», με παρεμφερή ποσοστά με αυτά που καταγράφουν η Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, χώρες οι οποίες όμως δεν επιδιώκουν «περισσότερη Ευρώπη». Η Ελλάδα ακολουθεί δυτικά πρότυπα κατανάλωσης και δυτικούς πολιτικούς θεσμούς, αλλά ταυτόχρονα έχει ανατολική κουλτούρα συμπεριφοράς και ανατολική παραγωγή.
Η Ελλάδα έχει αποκομίσει σημαντικά οφέλη από τη συμμετοχή της στην Ε.Ε. γιατί κυρίως έλαβε, χωρίς να δώσει ανάλογα. Η Ελλάδα είχε οφέλη ακόμα και κατά τη διαδικασία εναρμόνισης και σύνδεσης, δηλαδή πριν ακόμα ενταχθεί πλήρως στην Ε.Ε. Το συνολικό ποσό που εισέρευσε στην Ελλάδα υπολογίζεται περί τα 161,9 δισεκατομμύρια σημερινά ευρώ, από τα οποία 83,7 δισ. ευρώ κατευθύνθηκαν στον αγροτικό τομέα.
Όμως πρέπει να τονιστεί ότι οι μεταβιβάσεις, παρότι ήταν αναμφισβήτητα αξιόλογες, ήταν, τουλάχιστον κατά την πρώτη δεκαπενταετία, καταναλωτικής μορφής, αφού τα χρήματα δίδονταν από το Ταμείο Εγγυήσεων του FEOGA.
Η Ελλάδα είναι το κράτος-μέλος με το μεγαλύτερο δημοσιονομικό όφελος από τη λειτουργία του κοινοτικού προϋπολογισμού, αναλογικά με τον πληθυσμό της, αφού το 96% των απολαβών της προέρχονταν από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) και την πολιτική συνοχής. Οι επιδοτήσεις της ΚΑΠ έδωσαν πολύτιμες εισοδηματικές ανάσες στους Έλληνες αγρότες, ιδίως στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 και συνετέλεσαν στην αναχαίτιση της αγροτικής εξόδου και τη σταθεροποίηση του πληθυσμού της υπαίθρου.
Τα οφέλη για την Ελλάδα από τη συμμετοχή της στην Ε.Ε. αφορούν κυρίως θέματα όπως:
1) Μείωση κόστους συναλλαγών και διεύρυνση του εμπορίου.
2) Περιορισμός αβεβαιοτήτων και επενδυτική δραστηριότητα.
3) Δημοσιονομική πειθαρχία και κέρδη αξιοπιστίας.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις ανέμεναν από τη συμμετοχή στην Ε.Ε. και αργότερα στο κοινό νόμισμα, το ευρώ, ουσιαστικά οφέλη, που μεταβάλλονταν ανάλογα με τον κλάδο δραστηριοποίησης και ήταν:
1) Μείωση χρηματοοικονομικών δαπανών: οφέλη από μικρότερα και σταθερότερα επιτόκια και μείωση τραπεζικών εξόδων για συναλλαγές.
2) Τέλος στις υποτιμήσεις του νομίσματος, όπου οι υποτιμήσεις ή διολισθήσεις του οδηγούσαν αλυσιδωτά σε αύξηση τιμών και μισθών.
3) Αναζήτηση νέων αγορών χωρίς συναλλαγματικό κίνδυνο, αλλά και ενίσχυση του ανταγωνισμού.
Όμως, οι πολιτικές κρατικών ενισχύσεων που ασκήθηκαν κατά την 30ετία 1981-2011 και συγχρηματοδοτήθηκαν από τον κοινοτικό προϋπολογισμό είχαν αρνητική επίδραση στον βιομηχανικό ιστό της Ελλάδας, ευρείας έκτασης τουλάχιστον σε όρους απασχόλησης και μακροχρόνιας, πιθανώς, τάσης. Το μεγαλύτερο τμήμα της χρηματοδότησης από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ε.Ε. κατευθύνθηκε στη δημιουργία νέων υποδομών σε όλους τους τομείς. Ιδίως στους τομείς της ενέργειας, του φυσικού αερίου και των τηλεπικοινωνιών η συμβολή ήταν σημαντικά θετική.
Ο τομέας των μεταφορών και ιδίως των οδικών μεταφορών και των σιδηροδρόμων απορρόφησε τα περισσότερα κονδύλια από κάθε άλλο τομέα στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα, όπου διατέθηκαν περίπου 17,9 δισ. ευρώ (σε τιμές 2010), που αντιστοιχούν στο 60% των κοινοτικών κονδυλίων που δόθηκαν στις βασικές υποδομές.
Ένας σημαντικός τρόπος υπολογισμού του κόστους και των κερδών για ένα κράτος-μέλος είναι ο υπολογισμός του «καθαρού δημοσιονομικού οφέλους» κάθε κράτους, δηλαδή των συνολικών απολαβών του κράτους από τον κοινοτικό προϋπολογισμό μείον τη συνολική συνεισφορά του σε αυτόν. Την περίοδο 2010-2012 ο υπολογισμός των καθαρών εσόδων κάθε κράτους από τον κοινοτικό προϋπολογισμό δείχνει ότι η χώρα με το μεγαλύτερο όφελος σε απόλυτες τιμές ήταν η Πολωνία, ακολουθούμενη σε μεγάλη απόσταση από την Ελλάδα (η οποία όμως για όλα τα παλαιότερα έτη ήταν σαφώς η περισσότερο «ευνοημένη» χώρα).
Ως προς το σύνολο του προϋπολογισμού, αν εξαιρεθούν το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, όπου η εγκατάσταση των κοινοτικών οργάνων στρεβλώνει την εικόνα του δημοσιονομικού οφέλους, τα κράτη με «δείκτη απόδοσης» μεγαλύτερο της μονάδας είναι, μεταξύ των προ του 2004 κρατών-μελών, κατά σειρά η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία.
Η εικόνα ως προς τον δείκτη απόδοσης της ΚΑΠ δίνει και πάλι μεταξύ των «παλαιών» κρατών-μελών την πρώτη θέση στην Ελλάδα, με δείκτη 2,7. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. θεωρείται ότι έχει και άλλα οφέλη, ιδίως για την ίδια και την Κύπρο, αφού η Ε.Ε. δεν θα είχε στους κόλπους της ως πλήρες μέλος την Κύπρο, ενώ δεν θα υπήρχε η «ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής» στο άρθρο 42, παρ.7 της Συνθήκης της Λισαβόνας. Η ρήτρα αυτή δεσμεύει νομικά τα κράτη-μέλη της Ένωσης «να παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους» σε άλλο κράτος-μέλος, θύμα ένοπλης επιθετικότητας.
Τέλος, στον τομέα του κυβερνητικού χρέους και του κόστος δανεισμού δημιουργήθηκαν σημαντικά οφέλη, τα οποία όμως δεν επωφελήθηκε επαρκώς η Ελλάδα για τη διόρθωση των δημοσιονομικών της. Σε κάθε περίπτωση από τη συμμετοχή στην Ε.Ε. δημιουργούνται σημαντικά οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη, τα οποία οφείλει η Ελλάδα στο μέλλον να αυξήσει.