Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Οι ΗΠΑ είναι μια βαθύτατα προβληματική χώρα και το γεγονός αυτό ενδέχεται να παρουσιάσει επιδείνωση τα χρόνια που έρχονται. Ο σημερινός κόσμος είναι αρκετά μεγάλος, αρκετά ποικίλος, αρκετά δυναμικός και υπ’ αυτή την έννοια δύσκολα δέχεται την κυριαρχία μιας μόνο μεγάλης δύναμης. Από την άλλη πλευρά, η εξέταση των δημογραφικών, πολιτιστικών, ιδεολογικών, νομισματικών και στρατιωτικών δυνάμεων που μεταμορφώνουν τον πλανήτη δημιουργεί προβληματισμούς ως προς τη θέση και την περαιτέρω πορεία της Αμερικής στους κόλπους του αποκαλούμενου δυτικού κόσμου.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι λίγοι πλέον οι παρατηρητές που αναρωτιούνται αν οι ΗΠΑ είναι ακόμη πρόθυμες να συμμετέχουν και αν στηρίζουν τη διεθνή φιλελεύθερη τάξη, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Και στο επίπεδο αυτό, η κατάσταση κάθε άλλο παρά απλή είναι. Πρώτον, γιατί η διεθνής φιλελεύθερη τάξη υποχωρεί στον κόσμο και, δεύτερον, γιατί πληθαίνουν τα ερωτηματικά για το αν η Αμερική μπορεί να προστατεύει τους συμμάχους της. Και από την άποψη αυτή, τα δείγματα γραφής που δίνουν οι ΗΠΑ δεν είναι διόλου πειστικά.
Ως γνωστόν, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ ως μεγάλος κερδισμένος, ισχυροποίησαν την οικονομία τους, διεθνοποίησαν τις επιχειρήσεις τους και δημιούργησαν μια συμμαχία που απέναντι στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό πρόβαλε οικονομική ανάπτυξη, κοινωνική προστασία και αποτροπή. Ωστόσο, για την Ουάσιγκτον, η αποτροπή δεν ήταν ποτέ μόνο η προστασία του εδάφους των ΗΠΑ. Καθώς δημιούργησε το μεταπολεμικό σύστημα συμμαχιών που σήμερα αποτελεί ένα ουσιαστικό τμήμα της παγκόσμιας τάξης, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέπτυξαν μια στρατηγική «εκτεταμένης αποτροπής». Σύμφωνα με αυτήν τη στρατηγική, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησιμοποιήσουν τη στρατιωτική τους ισχύ, συμπεριλαμβανομένου του πυρηνικού τους οπλοστασίου, για να υπερασπιστούν τους συμβατικούς συμμάχους τους – την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και τα κράτη του NATO. Το ζήτημα δεν ήταν μόνο η αποτροπή να αποθαρρύνει τον σοβιετικό επεκτατισμό στην Ασία και την Ευρώπη, αλλά και να καθησυχάσει τους συμμάχους των ΗΠΑ. Εάν η Γερμανία και η Ιαπωνία (για να πάρουμε μόνο δύο παραδείγματα) γνωρίζουν ότι η Ουάσιγκτον θα εγγυηθεί την ασφάλειά τους, δεν θα χρειαστεί να αναλάβουν δράσεις -όπως η κατασκευή πυρηνικής βόμβας- που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν το διεθνές σύστημα.
Μέσα στο σύστημα αυτό, όμως, η Αμερική ανέλαβε τεράστιες υποχρεώσεις, τις οποίες σε κάποια φάση ήταν δύσκολο να καλύψει. Την ίδια περίοδο, από οικονομικής πλευράς, η δημιουργία μιας υπερκαταναλωτικής κοινωνίας δημιουργούσε τεράστια προβλήματα σχέσεων παραγωγής/κατανάλωσης που καλύπτονταν από εντυπωσιακή άνοδο των εισαγωγών. Όλο και περισσότερο έτσι με το πέρασμα του χρόνου η Αμερική είχε ανάγκη από κεφάλαια για να χρηματοδοτεί εμπορικά ελλείμματα και στρατιωτικές δαπάνες. Εκ των πραγμάτων έτσι έπρεπε να αξιοποιήσει τη νομισματική ηγεμονία του δολαρίου, που για αρκετά χρόνια ήταν το μοναδικό παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Στο πλαίσιο αυτό η παγκόσμια ενεργειακή κρίση του 1973 και η εμφάνιση στη διεθνή αγορά τεραστίων ποσοτήτων πετροδολαρίων υπήρξαν δύο στοιχεία που μεταμόρφωσαν την αμερικανική οικονομία από βιομηχανική σε χρηματοοικονομική. Οι ροές κεφαλαίων έτσι έγιναν κορυφαίος συντελεστής παραγωγής πλούτου στις ΗΠΑ, με τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες να αποδίδουν κέρδη από λειτουργίες άσχετες με την ύπαρξη της πραγματικής οικονομίας.
Επίσης, οι δραστηριότητες αυτές μπορούν να προσφέρουν γρήγορο πλούτο, φαινόμενο που σήμερα έχει προσλάβει εκπληκτικές διαστάσεις. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και αλλού το φαινόμενο ανθρώπων που γίνονται εκατομμυριούχοι σε μια δυο μέρες κάθε άλλο παρά σπάνιο είναι.
Όντως, λοιπόν, σε παγκόσμιο επίπεδο παρατηρείται μια σταδιακή μεταμόρφωση της οικονομίας, ευνοϊκή προς την προσοδοθηρία, η οποία από μόνη της είναι αντίπαλος της πραγματικής οικονομίας.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, με πολλούς χαμένους να βρίσκονται στην πλευρά της πραγματικής οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι οι ΗΠΑ είναι κοινωνικά ευάλωτες, γιατί στην οικονομία των υπηρεσιών που έχει δημιουργηθεί στους κόλπους τους, ο πλούτος κατανέμεται όλο και πιο άνισα. Ακόμα χειρότερα, επειδή είναι ευκαιριακός και γρήγορος, δημιουργεί και γρήγορες φούσκες, οι οποίες με τη σειρά τους οδηγούν σε διαδοχικές κρίσεις. Και το όλο κλίμα γίνεται πιο βαρύ με τις ιδεολογικές τάσεις που έχουν κερδίσει έδαφος στην Αμερική. Από τη μια πλευρά υπάρχει η γελοιότητα της «πολιτικής ορθότητας», η οποία απαγορεύει τη διδασκαλία του Ομήρου στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, και από την άλλη είδαμε τα έργα και τις ημέρες του τραμπισμού, που είναι ως φαινόμενο βαρύτατη προσβολή της ελεύθερης σκέψης. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τη βαριά ασθένεια του αμερικανικού εκπαιδευτικού συστήματος, το τοπίο γίνεται ακόμα πιο σκοτεινό. Και η αίσθησή μας είναι ότι γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους είναι εξαιρετικά ευάλωτο στην παραπληροφόρηση και προπαγάνδα που οι εχθροί της Αμερικής και της δημοκρατίας διοχετεύουν σε μια διχαστική και παραπαίουσα κοινωνία.