Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ήταν όντως εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας (ΣΕΒ) επέλεξε την ωραία αίθουσα συνεδριάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Αθήνα, για να παρουσιάσει μια μελέτη του, σχετική με την ανάγκη η Ελλάδα να πάει ακόμα πιο κοντά στην Ευρώπη. Και από αυτή την οπτική γωνία ο ΣΕΒ, πολύ σωστά κατά τη γνώμη μας, θεωρεί ότι στην αυριανή Ευρωβουλή θα πρέπει να συμμετέχουν οι καλύτεροι – δυνατοί εκπρόσωποι της χώρας. Όπως υπογράμμισαν στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν οι κ.κ. Θεόδωρας Φέσσας, πρόεδρος και Ευάγγελος Μυτιληναίος, αντιπρόεδρος του Συνδέσμου, στο νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να βρίσκονται οι άριστοι εκ των υποψηφίων ευρωβουλευτών.
Διότι ως συννομοθέτης σε επίπεδο E.E., το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη θέσπιση των ευρωπαϊκών πολιτικών. Η επόμενη πενταετία είναι κρίσιμη, καθώς θα θέσει τις βάσεις για πολλές από τις μακρόπνοες πρωτοβουλίες ενδυνάμωσης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές διεργασίες θα απαιτήσουν εγρήγορση σε εθνικό επίπεδο, προκειμένου να σχεδιαστούν με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις εθνικές ανάγκες και τα ελληνικά συμφέροντα. Από αυτή την άποψη, η δράση των Ελλήνων ευρωβουλευτών, όλων των κομμάτων, θα επηρεάσει και τη δυνατότητα της χώρας μας να επιτύχει μία πιο ποιοτική, και βιώσιμη, σύγκλιση με τις ευρωπαϊκές επιδόσεις.
Η Ευρώπη έχει ευρεία, οριζόντια θεματολογία, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα κράτη-μέλη. Για τον ΣΕΒ, η συμμετοχή στις εκλογές είναι κρίσιμη γιατί όσο πιο ικανή είναι η εκπροσώπηση της Ελλάδας στο Ε.Κ., τόσο πιο δυναμικά θα υποστηριχθούν οι καίριες προτεραιότητες της παραγωγικής βάσης της χώρας και κατά προέκταση των εργαζομένων στις επιχειρήσεις και όλων των πολιτών.
Ακριβώς επειδή η Ευρώπη εξελίσσεται μέσω διαλόγου και στη βάση επιχειρημάτων, πρέπει οι εκπρόσωποι λαών και κρατών – μελών να είναι εκεί και να συμμετέχουν εποικοδομητικά για τα θέματα που τους αφορούν. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος διασφάλισης αποτελεσμάτων προς όφελος των λαών που τους ψήφισαν από αυτόν που αντιπροσωπεύουν οι Έλληνες ευρωβουλευτές και τα επιτελεία τους.
Για όσους παρακολουθούν την εξέλιξη του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, είναι γνωστό ότι η συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι σύνθετη και διενεργείται σε επίπεδο τεκμηριωμένων προσεγγίσεων και επιχειρημάτων. Κάθε γραμμή της Συνθήκης, των Οδηγιών, Κανονισμών και προτάσεων, είναι προϊόν πολύπλευρης διαπραγμάτευσης, συμβιβασμών και αντιπροτάσεων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, για να είναι αποτελεσματικοί, οι ευρωβουλευτές πρέπει να έχουν όλα τα εφόδια, προκειμένου να μπορούν να ανταποκριθούν.
Ένα καλό παράδειγμα για την ανάγκη δυνατής εκπροσώπησης της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι η Κοινή Αγροτική Πολιτική και ο διάλογος για το μέλλον της. Η ΚΑΠ αποτελεί εμβληματική ευρωπαϊκή πολιτική. Τη δεκαετία του 1970 αφορούσε το 70% του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, ενώ ακόμα και σήμερα το ποσοστό είναι υψηλό, στο 40%. Τον Ιούνιο του 2018 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε ανατρεπτική πρόταση για την αγροτική ανάπτυξη και τις επιχορηγήσεις, που συνδέει τη χρηματοδότηση με την επίτευξη στόχων σε εθνικό επίπεδο και δεσμεύει το 40% του προϋπολογισμού της ΚΑΠ για δράσεις για το περιβάλλον. Το δίλημμα τίθεται μεταξύ του να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στα κράτη-μέλη και τις εθνικές στρατηγικές ή του να συνεχίσει να υπερισχύει το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλείται να αποφασίσει γι’ αυτή τη μεγάλη αλλαγή, αλλά και για το μέλλον της ΚΑΠ μετά το 2028. Η Ελλάδα, την περίοδο 2021-2027 θα λάβει περίπου 15 δισ. ευρώ για έναν τομέα που χωρίς τις επιδοτήσεις θα αντιμετωπίσει προβλήματα βιωσιμότητας, οπότε το ζήτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Όμως, στην αντίστοιχη Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (COMAGR1), κανένας Έλληνας ευρωβουλευτής δεν ήταν μέλος. Άρα, η Ελλάδα δεν συμμετείχε στον διάλογο, δεν κατέθετε προτάσεις και έχασε σημαντικό χρόνο.
Δυστυχώς, από το 2000 έως σήμερα, μόλις 3 Έλληνες ευρωβουλευτές έχουν ηγηθεί σημαντικών επιτροπών στο Ε.Κ., ενώ η τελευταία φορά που Έλληνας ορίστηκε εισηγητής για τον κοινοτικό προϋπολογισμό ήταν τον προηγούμενο αιώνα. Επρόκειτο για τον τότε ευρωβουλευτή και μετέπειτα διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Τίμο Χριστοδούλου. Η ασθενής παρουσία της ελληνικής εκπροσώπησης στα ευρωπαϊκά όργανα υπονομεύει τα εθνικά συμφέροντα και μειώνει τα οφέλη που μπορούμε να έχουμε από μια πιο ενεργό συμμετοχή στα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς η Ελλάδα εξέρχεται από μια βαθιά και πολυετή κρίση που αφαίρεσε πολλούς πόντους από τη διαπραγματευτική της ισχύ στα ευρωπαϊκά όργανα. «…Η αναβάθμιση της εκπροσώπησής μας στην E.E. και το Ε.Κ., πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μιας όσο το δυνατόν πιο ανοιχτής δημόσιας συζήτησης, τώρα που η χώρα μας επανέρχεται ως ισότιμο μέλος στις κοινοτικές διαδικασίες του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου…» επισημαίνει ο κ. Θεοδ. Φέσσας και φέρνει στο προσκήνιο ένα καίριο πρόβλημα.