Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
O 23χρονος Σαλμάν Αμπέντι, που έσπειρε τον θάνατο έξω από το Manchester Arena, ήταν γέννημα-θρέμμα του Μάντσεστερ. Οι Λίβυοι γονείς του είχαν εγκαταλείψει την πατρίδα τους για να γλιτώσουν από το αυταρχικό καθεστώς Καντάφι, αλλά πριν από κάποια χρόνια επέστρεψαν.
Τα αδέλφια Ιμπραχίμ και Χαλίντ Ελ Μπακράουι, δράστες των περσινών πολύνεκρων επιθέσεων στην καρδιά της Ευρώπης, τις Βρυξέλλες, είχαν γεννηθεί στη βελγική πρωτεύουσα. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Βέλγιο και ο 25χρονος Σάκιμπ Άκρου, εκ των καμικάζι αυτοκτονίας που αιματοκύλησαν το Παρίσι τον Νοέμβριο του 2015. Οι αδελφοί Κουασί, δράστες της επίθεσης στο Charlie Ebdo, ήταν Γάλλοι υπήκοοι και περιγράφονταν ως «πλήρως ενσωματωμένοι», έως ότου έγινε γνωστό ότι είχαν μυηθεί στην τζιχάντ από τις αρχές του 2000, στο Παρίσι.
Έχουμε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο προφίλ των δραστών: νέοι, πολλοί εξ αυτών μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς και όχι νεοεισερχόμενοι, μεγαλωμένοι σε δυτικό περιβάλλον, μορφωμένοι και με εργασία. Και αυτό θα είναι που πρέπει να μας προβληματίζει περισσότερο. Πώς είναι δυνατόν να γοητεύονται από την τζιχάντ; Να βάλλουν κατά του τόπου τους και του τρόπου ζωής που γνώρισαν; Να απορρίπτουν τόσο εύκολα ελευθερίες, θεμελιώδη δικαιώματα, κράτος δικαίου και τελικά την ίδια την ανθρώπινη ζωή;
Ο Ρομπ Γουάινραϊτ της Europol εξηγούσε ότι η Ευρώπη είναι σήμερα πιο ευάλωτη από τις ΗΠΑ απέναντι στον ISIS, ακριβώς γιατί οι δράστες δεν είναι «εισαγόμενοι», αλλά Ευρωπαίοι υπήκοοι, πολλοί εξ αυτών γνωστοί στις αρχές τα τελευταία χρόνια. Και αυτό μας λέει ότι τα κλειστά σύνορα και οι κλειστές κοινωνίες δεν θα έλυναν το πρόβλημα. Όπως επίσης ότι ο κατακερματισμός της ασφάλειας ανά την κοινότητα, η αδυναμία ουσιαστικής συνεργασίας μεταξύ των εθνικών αρχών, στοιχίζει.
Έχει ειπωθεί ότι οι ρίζες βρίσκονται στην ισλαμοποίηση του ριζοσπαστισμού, στις φτωχογειτονιές ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Η θεωρία αυτή θέλει νέους, που αισθάνονται στο περιθώριο, να ασπάζονται τον εξτρεμισμό. Ωστόσο, στην πλειονότητά τους οι δράστες δεν προέρχονταν από το περιθώριο, αλλά είχαν ευκαιρίες εκπαίδευσης και εργασίας. Γιατί, όμως, δεν έγιναν ποτέ κομμάτι της ευρωπαϊκής κοινωνίας;
Τα παραπάνω ερωτήματα αναζητούν απαντήσεις, που δεν είναι ούτε εύκολες ούτε προφανείς, και έχουν να κάνουν με το άκρως σύνθετο ζήτημα της ενσωμάτωσης και της πολυπολιτισμικότητας. Η δημόσια συζήτηση πρέπει να ανοίξει και να γίνει χωρίς παρωπίδες και ταμπού.