Του Στράτου Στρατηγάκη
Ο τρόμος των μαθητών είναι τα δύσκολα θέματα. Κακώς. Δεν είναι τα δύσκολα θέματα που φέρνουν την αποτυχία στις εισαγωγικές εξετάσεις. Οι εισαγωγικές εξετάσεις είναι ένας διαγωνισμός συμπλήρωσης θέσεων. Θα πετύχουν τόσοι όσος είναι ο αριθμός των εισακτέων. Για φέτος ο «μαγικός» αριθμός είναι 68.345. τόσοι θα εισαχθούν, ούτε ένας λιγότερος, ανεξάρτητα από τη δυσκολία των θεμάτων.
Γιατί, λοιπόν, φοβούνται οι υποψήφιοι τα δύσκολα θέματα; Γιατί συνδέουν τη χαμηλή βαθμολογία με την αποτυχία και την υψηλή βαθμολογία με την επιτυχία. Το μόνο που έχει σημασία είναι η σχετική θέση του υποψηφίου ως προς τους άλλους. Αν γράψει καλύτερα από τους άλλους υποψηφίους θα πετύχει το στόχο του, αν γράψει χειρότερα από τους άλλους θα αποτύχει.
Το πρόβλημα με τα πολύ εύκολα θέματα
Στο πρώτο διάγραμμα βλέπουμε τις επιδόσεις των υποψηφίων της θετικής κατεύθυνσης στη Φυσική κατεύθυνσης. Παρατηρούμε ότι το έτος 2008 οι υποψήφιοι αρίστευσαν σε ποσοστό 43%. Δηλαδή ένας στους δύο έγραψε άριστα. Είναι γνωστό, όμως, ότι οι θέσεις στις σχολές υψηλής ζήτησης είναι λιγότερες από τις μισές. Συνεπώς υπήρξαν μαθητές που ενώ έγραψαν πάνω από 18 δεν πέτυχαν σε σχολή της πρώτης τους προτίμησης. Τι είναι αυτό που ξεχώρισε αυτόν που πήρε 20 από τον υποψήφιο που πήρε 18 και έμεινε απέξω; Κάποια απροσεξία, πιθανό κάποιο λαθάκι στις πράξεις ίσως μια κακή διατύπωση. Αποτελούν όλα αυτά σωστά κριτήρια για τον αποκλεισμό ενός υποψηφίου; Πιστεύω πως όχι. Συνεπώς τα πολύ εύκολα θέματα, που δημιουργούν πληθωρισμό αριστούχων δεν είναι κατάλληλα για να ξεχωρίσουν οι πολύ καλοί από τους άριστους υποψηφίους.
Το πρόβλημα με τα πολύ δύσκολα θέματα
Στα Μαθηματικά της θετικής κατεύθυνσης το 2013 μόνο το 2,47% των υποψηφίων έγραψε πάνω από 18, ενώ στην τεχνολογική κατεύθυνση επιτεύχθηκε η χειρότερη επίδοση όλων των εποχών στις πανελλήνιες εξετάσεις με μόλις 0,65% των υποψηφίων να ξεπερνά το 18. Τι επιπτώσεις έχει αυτό στους υποψηφίους; Δυστυχώς ισοπεδώνει καλούς, πολύ καλούς και άριστους αφού κανείς δεν έλυσε τα δύσκολα ερωτήματα. Έτσι όλοι είχαν πολύ κοντινούς βαθμούς, με αποτέλεσμα πάλι να μην ξεχωρίζουν οι άριστοι από τους πολύ καλούς.
Όταν από τα θέματα δεν ξεχωρίζουν οι άριστοι από τους πολύ καλούς τότε το σύστημα εισαγωγής είναι άδικο, αφού εξισώνει υποψηφίους που έχουν διαφορετικό βαθμό προετοιμασίας. Συνεπώς τα πολύ εύκολα και τα πολύ δύσκολα θέματα δεν είναι κατάλληλα για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Το ζητούμενο είναι η ομαλή κατανομή στη βαθμολογική κλίμακα, ώστε να είναι διακριτές οι διαφορές των άριστων, των πολύ καλών, των καλών και των μέτριων υποψηφίων. Αυτό δεν είναι πάντα εύκολο για την επιτροπή που ορίζει τα θέματα. Πρέπει να βρίσκουν πρωτότυπες ασκήσεις, που να μην περιλαμβάνονται σε κάποιο βοήθημα, για να μην κατηγορηθούν για εύνοια προς κάποιο συγγραφέα.
Πρέπει τα θέματα να είναι διαβαθμισμένης δυσκολίας, ώστε να πετύχουν τη σωστή κατανομή στη βαθμολογική κλίμακα, δηλαδή πρέπει να έχουν πολύ καλή αίσθηση των δυνατοτήτων των υποψηφίων. Ακόμη πρέπει να είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένα, ώστε να μην επιτρέψουν σε κανένα να ισχυριστεί ότι είναι λάθος τα θέματα. Πολλοί περιμένουν το παραμικρό στραβοπάτημα από τους θεματοδότες, για να τους καταγγείλουν για ανικανότητα.