Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Στη Γαλλία την απορρίπτουν ο Φρανσουά Ολάντ, αλλά και η Μαρίν Λεπέν. Στη Βρετανία εξαπολύουν πυρά εναντίον της οι εθνικιστές του Νάιτζελ Φάρατζ, αλλά και οι Εργατικοί. Στη Γερμανία εκφράζουν σοβαρές ενστάσεις βουλευτές από όλο το πολιτικό φάσμα.
Στις ΗΠΑ λαμβάνουν αποστάσεις τόσο η Χίλαρι Κλίντον όσο και ο Ντόναλντ Τραμπ.
Οι συνήθεις διαχωριστικές γραμμές, Αριστεράς – Δεξιάς, φιλελεύθερων – κρατιστών, προοδευτικών- συντηρητικών ή και υπερεθνικιστών θολώνουν μπροστά στη διατλαντική συμφωνία ελεύθερου εμπορίου (TTIP).
Η κριτική της κάθε πλευράς βεβαίως διαφοροποιείται σημαντικά. Όλοι καταλήγουν, όμως, στο ίδιο συμπέρασμα: οι κίνδυνοι είναι μεγαλύτεροι από τα προσδοκώμενα οικονομικά οφέλη.
Τι κι αν η Κομισιόν επισημαίνει ότι θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη, προσθέτοντας στο ΑΕΠ της Ε.Ε. 0,5%, δηλαδή 120 δισ. ευρώ, ετησίως (με το όφελος για την ελληνική οικονομία να είναι +0,4% στο ΑΕΠ);
Λίγοι έχουν πειστεί. Οι πρώτες αντιδράσεις ήλθαν από οργανώσεις προστασίας του περιβάλλοντος, ομάδες καταναλωτών και εργατικά συνδικάτα.
Όσο έρχονταν στο φως στοιχεία της τόσο περισσότερο πλήθαιναν οι φωνές αμφισβήτησης.
Το μεγάλο -και για κάποιους τελειωτικό χτύπημα- ήλθε, όμως, με την πρόσφατη δημοσιοποίηση απόρρητων εγγράφων από τη Greenpeace. Η συμφωνία, οι διαπραγματεύσεις για την οποία γίνονταν υπό άκρα μυστικότητα, άρει τα εμπορικά εμπόδια, απαγορεύοντας δασμούς σε εισαγωγές και επιδότηση εξαγωγών.
Αλλά δεν μένει εκεί. Πιέζει την Ε.Ε. να βάλει νερό στο κρασί της σε περιβαλλοντικούς στόχους, υγειονομικά στάνταρντ, να ανοίξει διάπλατα τις αγορές της σε γενετικά τροποποιημένα προϊόντα, να καταργήσει εθνικές προδιαγραφές για προϊόντα.
Προσφέρει δε τη δυνατότητα σε επιχειρήσεις να μηνύουν ξένες κυβερνήσεις σε διεθνή διαιτητικά δικαστήρια.
Ανάλογη πρόβλεψη υπάρχει σε πολλές εμπορικές συμφωνίες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, όπως σημειώνουν οι επικριτές, ενισχύεται σε βαθμό που να εμποδίζει τις κυβερνήσεις να προστατεύσουν το δημόσιο συμφέρον.
Για τους χιλιάδες Γερμανούς, που διαδήλωσαν την περασμένη εβδομάδα κατά την επίσκεψη Ομπάμα στο Ανόβερο, η μεγάλη ανησυχία είναι το πλήγμα στις τοπικές οικονομίες και η απώλεια θέσεων εργασίας.
Τον ίδιο φόβο μοιράζονται οι Αμερικανοί, έχοντας βιώσει την εμπειρία της συμφωνίας NAFTA τη δεκαετία του ‘90.
«Λέμε αυτή τη στιγμή όχι στην TTIP» διεμήνυσε και ο Γάλλος πρόεδρος στον απόηχο των αποκαλύψεων, εξηγώντας πως αμφισβητούνται βασικές αρχές, που αφορούν τη γεωργία, το περιβάλλον, τον πολιτισμό, την πρόσβαση σε δημόσια αγαθά.
Ο Ολάντ «σκότωσε» τη συμφωνία, σχολίασαν κάποιοι. Πολλοί πιστεύουν ότι το τέλος δεν ήρθε ακόμη, ότι οι διαπραγματεύσεις θα λάβουν πάλι ώθηση μετά τις εκλογές του 2017 στη Γαλλία.
Αν, όμως, δεν αλλάξουν βασικά σημεία της, ίσως καταδικαστεί σε αργό θάνατο.