Skip to main content

Η Κίνα εκλέγει τον επόμενο Αμερικανό πρόεδρο;

Του Πλάμεν Τόντσεφ, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)

Με την πανδημία κορωνοϊού, η Κίνα φιγουράρει όλο και πιο συχνά στις δημόσιες συζητήσεις στις ΗΠΑ και, μάλιστα, με άκρως αρνητικές αναφορές. Αυτό έχει να συμβεί από την δεκαετία του 1950, όταν ο φόβος για την “κόκκινη απειλή” της Σοβιετικής Ενωσης πυροδότησε το “κυνήγι μαγισσών”, με πρωτοστατούντα τον γερουσιαστή Joseph McCarthy. Ο Donald Trump καταφέρεται κατά της Κίνας με κάθε ευκαιρία και σε πολύ υψηλούς τόνους, με τις δηλώσεις του να θυμίζουν πολεμικά ανακοινωθέντα. Ωστόσο, θα ήταν ανακριβές και παραπλανητικό η σημερινή αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών να αποδοθεί αποκλειστικά στον εκρηκτικό χαρακτήρα του νυν Αμερικανού προέδρου – η συγκρουσιακή συμπεριφορά και εμπρηστική ρητορεία του φέρνουν στην επιφάνεια δομικά ζητήματα στις σινοαμερικανικές σχέσεις και μια εγγενή αντιπαλότητα που ήταν θέμα χρόνου να φτάσει στα σημερινά επίπεδα οξύτητας.

Πώς φτάσαμε στον σημερινό παροξυσμό;

Οι ΗΠΑ αναγνώρισαν την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, όταν ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Richard Nixon αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την διάρρηξη των σχέσεων μεταξύ του Πεκίνου και της Μόσχας. Μετά από μυστικές διαπραγματεύσεις που έχουν μείνει στην ιστορία ως διπλωματία του ping-pong, ο Nixon πραγματοποίησε την ιστορική επίσκεψή του στην Κίνα το 1972 και σύντομα μετά η ΛΔΚ κατέλαβε την θέση μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας στον ΟΗΕ, αντικαθιστώντας την Ταϊβάν ως μέχρι τότε εκπρόσωπο της Κίνας.

Η λήξη του Ψυχρού Πολέμου ενθάρρυνε πολλούς που θεώρησαν ότι η νίκη της Δύσης ήταν οριστική και διατυπώθηκε η γνωστή θεωρία του Francis Fukuyama για “το τέλος της ιστορίας”. Στο κλίμα ευφορίας εκείνης της εποχής φαινόταν νομοτελειακό ότι η ΛΔΚ, όπως και όλες οι άλλες χώρες, θα ενσωματωνόταν στο παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό σύστημα, έστω και μετά από μακρά μεταβατική περίοδο.  Μ’αυτό το σκεπτικό, το 2001 συμφωνήθηκε η Κίνα να εισέλθει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), με την υπόσχεση του Πεκίνου για σταδιακά ανοίγματα της κινεζικής οικονομίας. Τα επόμενα χρόνια, αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν σε αιματηρές και δαπανηρές στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, ενώ η Κίνα εκτοξεύτηκε οικονομικά και αύξησε σημαντικά την στρατιωτική ισχύ της, όπως και την πολιτική επιρροή της.

Η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα βρήκε τις ΗΠΑ με τραυματισμένο γόητρο και την Κίνα στην θέση της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο. Το 2011, ο Barack Obama ανακοίνωσε την στροφή των ΗΠΑ προς την Ασία (pivot to Asia) και εμμέσως, πλην σαφώς, αναγνώρισε το ειδικό βάρος της Κίνας όχι μόνο ως περιφερειακής δύναμης, αλλά και ως εν δυνάμει στρατηγικού αντιπάλου της Αμερικής. Το 2016 έληξε η μεταβατική περίοδος που είχε συμφωνηθεί στον ΠΟΕ για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην Κίνα, ωστόσο τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ έκριναν ότι δεν είχε συντελεστεί η απαραίτητη πρόοδος και η χώρα απέχει παρασάγγας από το στάτους “οικονομίας της αγοράς”. Οι κυριότερες ενστάσεις των δυτικών εταίρων επικεντρώνονται στις επιδοτήσεις σε κρατικές επιχειρήσεις και τις πωλήσεις κινεζικών προϊόντων κάτω του κόστους (dumping).

Ενας από τους λόγους που οδήγησαν στην επιδείνωση των σινοαμερικανικών σχέσεων τα τελευταία χρόνια σχετίζεται με το δυσθεώρητο έλλειμμα των ΗΠΑ, το οποίο ξεπέρασε τα 400 δισ. δολάρια το 2018. Αυτό οδήγησε την αμερικανική κυβέρνηση στην απόφαση για αύξηση των δασμών επί των κινεζικών εισαγωγών στις ΗΠΑ και τον παρατεταμένο εμπορικό πόλεμο, η λήξη του οποίου δεν φαίνεται πιθανή στο ορατό μέλλον. Εξίσου οξεία είναι και η αντιπαράθεση για τις τηλεπικοινωνίες πέμπτης γενιάς (5G), έναν τομέα στρατηγικής σημασίας για την διαμόρφωση της μελλοντικής τάξης πραγμάτων, στην οποία και δύο υπερδυνάμεις έχουν ηγεμονικές βλέψεις. Με την επίκληση λόγων ασφάλειας, οι ΗΠΑ ασκούν ασφυκτικές πιέσεις σε συμμάχους τους να δεσμευθούν πως δεν θα επιτρέψουν πρόσβαση στα εθνικά τους δίκτυα στους κινεζικούς κολοσσούς Huawei και ZTE. Επίσης, το lockdown που επέβαλε το Πεκίνο στην αρχή της πανδημίας και οι επακόλουθες αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία ανέδειξαν τον κομβικό ρόλο των κινεζικών βιομηχανιών στις διεθνείς εφοδιαστικες αλυσίδες και πυροδότησε την συζήτηση σε πολλές χώρες για την αναγκαία απεξάρτηση – ή, έστω, μείωση της εξάρτησης – από την Κίνα. Στις ΗΠΑ έχει διατυπωθεί καιρό τώρα η πρόταση για αποσύνδεση (decoupling) των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη, παρά τις τεράστιες δυσκολίες να επιτευχθεί αυτό.

Η Κίνα στην προεκλογική εκστρατεία των δύο υποψηφίων

Το άγχος που εμφανώς διακατέχει τον Donald Trump εν όψει των εκλογών του ερχόμενου Νοεμβρίου και η απροθυμία του να επιβάλει περιορισμούς στις μετακινήσεις λόγω της αναπόφευκτης οικονομικής ζημιάς και του υψηλού πολιτικού κόστους τον οδήγησαν σε επιεικώς αμφιλεγόμενες αποφάσεις. Τώρα, αντιμέτωπος με την εκατόμβη θυμάτων στις ΗΠΑ, επιρρίπτει όλες τις ευθύνες στο Πεκίνο κι έχει παραγγείλει έρευνα για το ξέσπασμα και την εξάπλωση της πανδημίας, ένα θέμα στο οποίο οι κινεζικές αρχές πράγματι είναι εκτεθειμένες. Η επίσημη θέση του Λευκού Οίκου ότι ο κορωνοϊός πιθανώς κατασκευάστηκε σε κινεζικό εργαστήριο αμφισβητείται από πολλούς δυτικούς συμμάχους και ορισμένοι απ’αυτούς επισημαίνουν ότι πρόκειται για εσκεμμένη απόπειρα να στραφεί η προσοχή της αμερικανικής κοινής γνώμης μακριά από τις αποτυχίες του Trump. Πάντως, η θεωρία αυτή υπηρετεί και τις δύο προτεραιότητες που φαίνεται να καθορίζουν την προεκλογική ατζέντα του νυν προέδρου – οικονομία και σχέσεις με την Κίνα.

Είναι αξιοσημείωτη η συναίνεση μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών στο θέμα της Κίνας – το μόνο θέμα, στο οποίο δείχνουν να συμφωνούν τα δύο στρατόπεδα, αν και με κάποιες αποχρώσεις ως προς την φρασεολογία που χρησιμοποιούν. Συνεπώς, δεν αποκλείεται σημαντικό κριτήριο για την εκλογή του επόμενου Αμερικανού προέδρου να είναι η απάντηση στο ερώτημα “Ποιός κρατάει πιο σκληρή στάση έναντι της Κίνας;”. Ισως γι’αυτόν τον λόγο οι σύμβουλοι επικοινωνίας του Trump ήδη προωθούν την γραμμή ότι “ο Joe Biden είναι καλή επιλογή για την Κίνα, αλλά κακή για την Αμερική”. Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών ανταποδίδει το χτύπημα υπενθυμίζοντας στους ψηφοφόρους πως ο νυν πρόεδρος αποδέχθηκε τους καθησυχαστικούς ισχυρισμούς του Πεκίνου στην αρχή της πανδημίας και δεν φρόντισε να προετοιμάσει τις ΗΠΑ για την εξάπλωσή της.

Είναι πιθανώς η τρίτη περίπτωση στην νεώτερη ιστορία, όταν η εκλογή ενός Αμερικανού προέδρου είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με την εξωτερική πολιτική της χώρας. Μετά την ισλαμική επανάσταση στο Ιράν το 1979, οι ΗΠΑ δεν κατόρθωσαν να απελευθερώσουν τους Αμερικανούς ομήρους στην Τεχεράνη και αυτό συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην ήττα του απερχόμενου προέδρου Jimmy Carter το επόμενο έτος. Το 2004, ο George W. Bush επανεξελέγη ως εθνικός ηγέτης στον “πόλεμο κατά της τρομοκρατιας” (war on terror), τρία χρόνια μετά την επίθεση που είχε δεχθεί η χώρα από την Al Qaida. Κατά παρόμοιο τρόπο, σήμερα η Κίνα καθίσταται μέρος της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την έκβαση των προεδρικών εκλογών. Αυτό και μόνο αποδεικνύει το συνεχώς αυξανόμενο βάρος του Πεκίνου στο διεθνές στερέωμα, αλλά είναι αναπόφευκτο και το συμπέρασμα ότι η εποχή της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ βαίνει προς το τέλος της.