Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Ξηραδάκη,
υποψήφιος ευρωβουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της XRTC Business Consultants.
Οι επικείμενες ευρωεκλογές αποτελούν ένα κρίσιμο σταυροδρόμι για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους λαούς της. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα κρίνει τη μελλοντική πορεία της Ευρώπης και συγκεκριμένα το αν θα εξέλθει συντεταγμένα και με σχέδιο από την πολυετή οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις της (ανεργία, οικονομική ανισορροπία, αναπτυξιακό έλλειμμα κτλ.).
Παράλληλα θα καθορίσει την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε κρίσιμα και στρατηγικής σημασίας ζητήματα όπως το Brexit, τη διεύρυνση, την αποτελεσματικότητα των θεσμών της, τη διαχείριση του μεταναστευτικού, τη μείωση της ασφάλειας λόγω της τρομοκρατίας και της έλλειψης κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, καθώς και τις γεωπολιτικές αναταράξεις που συντελούνται στην ευρύτερη περιοχή.
Η Ελλάδα, έπειτα από 10 χρόνια συνεχούς συρρίκνωσης της οικονομίας της, και τη μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματός της κατά 30%, έχει την ευκαιρία να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στις ευρωπαϊκές εξελίξεις, εάν μέσω μιας ξεκάθαρης στρατηγικής αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, τη γεωστρατηγική της θέση και οικοδομήσει ισχυρές συμμαχίες για να εξυπηρετήσει τα εθνικά της συμφέροντα.
Στο πλαίσιο αυτό, η αξιοποίηση των μηχανισμών και των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συνδυασμό με τη βέλτιστη απορρόφηση των απαραίτητων κοινοτικών κονδυλίων μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη δυναμικών τομέων της ελληνικής οικονομίας, όπως η θαλάσσια οικονομία και ο τουρισμός. Η αξιοποίηση αυτών των παραδοσιακά παγκοσμιοποιημένων και διεθνώς αναγνωρισμένων κλάδων μπορεί να συντελέσει στη δημιουργία του νέου μοντέλου ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας της χώρας. Σε αυτό το νέο μοντέλο χρειάζεται η συστράτευση και αξιοποίηση του συνόλου των παραγωγικών δυνάμεων με όχημα την επιχειρηματικότητα.
Η θαλάσσια οικονομία είναι ένας κλάδος που δεν μπορούμε πλέον να αγνοούμε. Με το 70% του πλανήτη να καλύπτεται από θάλασσα και το 90% του παγκόσμιου εμπορίου να διεξάγεται μέσω θαλάσσης, πολλές οικονομίες στηρίζονται στην αλιεία, τις μεταφορές, τη ναυτική ασφάλεια, τον τουρισμό, το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Οι προκλήσεις που σχετίζονται με τη θαλάσσια οικονομία πρέπει να είναι αντικείμενο μελέτης πολλών επιστημόνων, οργανισμών και κυβερνήσεων κυρίως στις χώρες που έχουν ισχυρή ναυτιλιακή δραστηριότητα. Αναδεικνύεται όμως η έλλειψη συνειδητοποίησης σε παγκόσμιο επίπεδο του μεγέθους της ευκαιρίας που προσφέρει η θαλάσσια οικονομία, πράγμα που σημαίνει ότι η επένδυση σε αυτόν τον τομέα βρίσκεται χαμηλά στις προτεραιότητες τόσο των κυβερνήσεων όσο και των επιχειρήσεων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω του εκτελεστικού της οργάνου, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχει θέσει τη θαλάσσια οικονομία ως μακροπρόθεσμη στρατηγική για τη στήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης του θαλάσσιου και ναυτιλιακού τομέα. Η στρατηγική αυτή αναγνωρίζει ότι οι θάλασσες και οι ωκεανοί είναι μοχλοί της ευρωπαϊκής οικονομίας, με μεγάλο δυναμικό για καινοτομία και ανάπτυξη. Αποτελεί τη συμβολή της Ολοκληρωμένης Θαλάσσιας Πολιτικής στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη.
Σε αυτό το πλαίσιο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει συστήσει μια σειρά δράσεων για την ενίσχυση του κλάδου και τη στήριξη της ανάπτυξης βιώσιμου τουρισμού στους παράκτιους προορισμούς. Πρόκειται για την ευρωπαϊκή στρατηγική για την τόνωση της ανάπτυξης και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στον παράκτιο και θαλάσσιο τουρισμό.
Ο παράκτιος και ο θαλάσσιος τουρισμός απαιτούν ένα φιλόδοξο πλαίσιο πολιτικής. Η Επιτροπή, τα κράτη-μέλη, οι περιφερειακές και τοπικές αρχές, η βιομηχανία και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να λάβουν στοχοθετημένα μέτρα σε συνοχή με τις πολιτικές της Ε.Ε. που έχουν αντίκτυπο στον εν λόγω τομέα.
Ζούμε σε μία χώρα που ως παράκτια δύναμη μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιήσει το συγκριτικό της πλεονέκτημα που προκύπτει από τη γεωγραφική της θέση και τις γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές εξελίξεις στον πλανήτη για να επηρεάσει θετικά το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έχουμε γίνει χώρα εισόδου των προϊόντων που καταλήγουν στους Ευρωπαίους εταίρους μας, όπως τον προηγούμενο αιώνα ήταν οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης, και παράλληλα έχουμε και την ισχυρότερη ναυτιλία στον πλανήτη. Τα δύο αυτά συγκριτικά πλεονεκτήματα μπορούν να φέρουν μεγάλες επενδύσεις στον διαμετακομιστικό και μεταποιητικό κλάδο οι οποίες θα δημιουργήσουν εκατοντάδες χιλιάδες νέες και κυριότερα εξειδικευμένες θέσεις εργασίας. Η δημιουργία των νέων αυτών θέσεων εργασίας θα οδηγήσει στην αύξηση του βιοτικού επιπέδου και του εισοδήματος των Ελλήνων μέσω παροχής καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής αξίας. Όσο η απασχόληση θα αυξάνει με καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα θα μας δοθεί η δυνατότητα ως οικονομία να ελαφρύνουμε τα εισοδήματά μας από τα βάρη ασφαλιστικών και άλλων εισφορών που επιβαρύνουν το μισθολογικό κόστος, δίνοντας ανάσα τόσο στους εργαζόμενους όσο και στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και υπηρεσιών μας.
Εδώ βρίσκεται η λύση των μεγάλων προβλημάτων της χώρας μας και βεβαίως απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό αποτελεί ο σεβασμός στο περιβάλλον, στην ιστορία και στις δυνατότητες της φυλής μας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής μου πορείας προσπάθησα να συμβάλλω τα μέγιστα στην ανάδειξη της μεγαλύτερης οικονομικής βιομηχανίας του τόπου μας, της ναυτιλίας που αποτελεί όχι μόνο καύχημα για την Ελλάδα αλλά και παράδειγμα για τις παγκόσμιες οικονομίες.
Ως ναυτικός γύρισα τον κόσμο. Ως ναυτιλιακός οικονομολόγος έμαθα να αναλύω το οικονομικό γίγνεσθαι. Αυτό που συστήνω στους νέους φοιτητές και τα παιδιά που με πλησιάζουν και αναρωτιούνται για το μέλλον τους είναι να δουν τι γίνεται σε άλλες χώρες του πλανήτη. Δεν χρειάζεται να εφεύρουμε τον κύκλο, αρκεί να είμαστε ανοικτοί σε νέες ιδέες. Να αφουγκραστούμε και να μάθουμε από άλλες χώρες οι οποίες είναι επιτυχημένες.
Το όραμα όλων μας πρέπει να είναι η δημιουργία μιας Ελλάδας που θα στηρίζεται στην επιχειρηματικότητα και την καινοτομία η οποία θα δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, προκειμένου να ανταγωνίζεται επιχειρηματικά στο διεθνές περιβάλλον στηριζόμενη περισσότερο στις δικές της δυνάμεις αξιοποιώντας τις δεξιότητες των παραγωγικών της συντελεστών χωρίς περιορισμούς, αλλά και ενισχύοντας τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού της χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς.
Πρέπει να ξεφύγουμε από τη σύγχρονη, κατασκευασμένη σε έναν μεγάλο βαθμό νοοτροπία να αναζητούμε τον εργοδότη μας στο ελληνικό Δημόσιο και μόνο, και να επανέλθουμε στην πραγματική δύναμη του Έλληνα να δημιουργεί και να παράγει. Είναι επιτακτική ανάγκη να αξιοποιήσουμε το ανθρώπινο δυναμικό μας με κάθε δυνατό τρόπο για να περιορίσουμε το φαινόμενο του «brain drain», στρέφοντας τα παιδιά μας σε εργασίες με πραγματικό αντίκρισμα, αποφεύγοντας το ανυπολόγιστο κόστος που αποφέρει η συνειδητή μετανάστευση των Ελλήνων που υπονομεύει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ο ρόλος του δημόσιου τομέα είναι ιδιαίτερα νευραλγικός σε αυτή τη νέα πορεία και πρέπει να συμβάλλει στην ανάπτυξη του νέου μοντέλου παραγωγής και δημιουργίας πλούτου μέσω της απλούστευσης των διαδικασιών και θέσπισης ενός σταθερού αλλά και ευέλικτου θεσμικού πλαισίου λειτουργίας. Για αυτό και η επάνδρωσή του με στελέχη υψηλών ποιοτικών χαρακτηριστικών είναι ικανή αλλά και αναγκαία συνθήκη.
Με το νέο μου εγχείρημα της υποψηφιότητάς μου στις ευρωεκλογές με τη συμμετοχή μου στο ευρωψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας, έχω ως στόχο την εκπροσώπηση της ελληνικής θαλάσσιας οικονομίας και ναυτιλίας στο Ευρωκοινοβούλιο προκειμένου να αξιοποιήσω την Ευρωπαϊκή Ένωση προς όφελος των Ελλήνων.
H έλλειψη εκπροσώπησης στο Ευρωκοινοβούλιο της μεγαλύτερης βιομηχανίας της χώρας, του μοναδικού κλάδου στον οποίο διαπρέπει η Ελλάδα στο διεθνές οικονομικό στερέωμα, αποτελεί τροχοπέδη για την προσπάθεια ανόρθωσής της. H βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη της πατρίδας μας μέσω νέων επενδύσεων θα πρέπει να ξεκινήσει από την καρδιά της Ευρώπης, της οποίας αποτελούμε αναπόσπαστο μέλος, λαμβάνοντας ενεργά μέρος στη διαδικασία λήψης των κρίσιμων αποφάσεων που έρχονται για τη δημιουργία της Ευρώπης των παιδιών μας και των εγγονιών μας.