Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Μας παρατηρήθηκε ότι «σπαταλήσαμε χώρο και προσπάθεια» αναδιφώντας προ ημερών τι λένε και πώς εξηγούν τις πρόσφατες αξιολογήσεις τους για την Ελλάδα οι τρεις οίκοι αξιολόγησης/rating agencies (S&P, Moody’s, Fitch), καθώς και αυτών οι απόψεις συχνά πυκνά έχουν χάσει (και μάλιστα με απόσταση) την ουσία των εξελίξεων. Και στην αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας χωρών, και σε εκείνην επιχειρήσεων και τραπεζών. Δύσκολα θα ξεχαστούν η αστοχία της αξιολόγησης της Lehman Bros λίγες μόλις εβδομάδες προτού αυτή εξαχνωθεί πυροδοτώντας τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ή η βαθμολόγηση με ΑΑΑ των suprimes στεγαστικών δανείων, που έφεραν τη μεγάλη κατολίσθηση, αλλά και η παρακολούθηση οικονομιών όπως της Ελλάδας το 2009-10, μέχρι και μήνες πριν από τη βύθιση και τη «διάσωση» – όλα αυτά δύσκολα αντέχουν σε όποια κριτική αποτίμηση.
Βέβαια… αυτές τις rating agencies έχουμε, αυτές παρακολουθούμε! Διόλου τυχαία αυτές παρακολουθούν και αυτές ακολουθούν, τις κρίσεις και τις αξιολογήσεις τους, οι ίδιες «οι αγορές», από την έμπρακτη αποδοχή των οποίων κρεμόμαστε εφεξής. (Όχι δηλαδή πως -άμα είναι κανείς ειλικρινής- δεν θα δει και των θεσμικών παρακολουθητών τις άστοχες επιδόσεις, του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε προβλέψεις και αξιολογήσεις. Δύσκολα θα μείνει ενθουσιασμένος! Μην την ξαναρχίσουμε όμως αυτήν τη συζήτηση.) Άλλωστε, και η ίδια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην κρίση/βαθμολόγηση των S&P, Μoody’s, Fitch στηρίζεται (άντε και στη μικρότερη καναδέζικη DBRS…), βλέποντας πότε θα δώσουν investment grade/επενδυτική βαθμίδα, ώστε να ανοίξει τις πύλες του παραδείσου για τα ομόλογα μιας χώρας.
Πάντως, επειδή και οι θεσμικοί αυτοί παράγοντες τον έχουν δει τον κίνδυνο οι εξωτερικές αξιολογήσεις στις οποίες στηρίζονται να μην είναι και τόσο αξιόπιστες, πριν από δύο χρόνια η ίδια η ΕΚΤ είχε δημοσιοποιήσει μια μελέτη -των Bruha-Karber-Pierluigi-Setzer, ως Working Paper Νο 2011-, με την οποία ακριβώς προσέγγιζε κριτικά τη διασύνδεση των βαθμολογήσεων/ratings των κρατικών ομολόγων με τα μακροοικονομικά θεμελιώδη/fundamentals, τόσο για τις χώρες που υποβαθμίστηκαν μέσα στη θύελλα (Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία αλλά και Ιταλία) όσο και για εκείνες που την πέρασαν ξώφαλτσα (Βέλγιο, Γαλλία). Το βασικό συμπέρασμα -με ευγενική διατύπωση- είναι ότι οι μεταβολές στη βαθμολόγηση «κατά κανόνα ακολουθούν τις οικονομικές εξελίξεις, παρά λειτουργούν ως προπομπός των μελλοντικών εξελίξεων». Μόνο μετά την απότομη (και άγαρμπη) αναθεώρηση των δημοσιονομικών στοιχείων στην περίπτωση της Ελλάδας το 2009-10, άρχισαν οι οίκοι αξιολόγησης να δίνουν μεγαλύτερη σημασία στα θεμελιώδη των οικονομιών…
Ενώ λοιπόν παλαιότερα -για παράδειγμα, στην κρίση της Νοτιοανατολικής Ασίας της δεκαετίας του ’90- υπήρχε μια τάση οι αξιολογήσεις των rating agencies να είναι υπερβολικά συντηρητικές, στην περίπτωση των χωρών κρίσης της Ευρωζώνης μάλλον είχε υπάρξει υπεραισιοδοξία (που εν συνεχεία «διορθώθηκε» απότομα). Για την περίπτωση που αυτό κάνει καλό στην ψυχή των ανθρώπων, το συμπέρασμα της μελέτης της ΕΚΤ ήταν ότι «στις περιπτώσεις των περισσότερων χωρών (Ευρωζώνης) η έκταση των υποβαθμίσεων ήταν ευθυγραμμισμένη με ή -στην περίπτωση της Ελλάδας- ακόμη και πιο περιορισμένη από την επιδείνωση των θεμελιωδών/fundamentals». Οπότε η τελική απόφανση της μελέτης -«είναι αμφίβολο αν η βαθμολόγηση θα επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα σε σύντομο διάστημα (anytime soon)»- παραμένει ως δυσοίωνη ηχώ. Αυτά, σε μελέτη Φεβρουαρίου του 2017.
Μιας και αναφερθήκαμε, πάντως, στο πώς/πόσο «οι αγορές» ακούν τους οίκους αξιολόγησης, να καταθέσουμε και μια δυσσεβή παρατήρηση. Η καθυστέρηση με την οποία προσαρμόζεται η βαθμολόγησή τους όσον αφορά την ελληνική οικονομία και τις προοπτικές της «βοηθάει» ώστε τα επιτόκια με τα οποία εκδίδονται -και θα εκδίδονται για κάμποσο καιρό ακόμη…- τα ελληνικά ομόλογα να είναι κατά μία ή και δύο εκατοστιαίες μονάδες ακριβότερα για μας. Ή, άμα το δούμε αντίστροφα, κατά μία ή και δύο μονάδες αποδοτικότερα για όσους φορτώνουν ελληνικό χαρτί (άμα όλα πάνε καλά μέχρι την εξόφληση, βέβαια). Αντίστοιχα αποδοτικότερη θα είναι η διακράτηση ελληνικού χαρτιού για όσους το επέλεξαν νωρίτερα, στη δευτερογενή αγορά. Άμα λοιπόν το δει κανείς έτσι το πράγμα, είτε οι rating agencies λειτουργούν προειδοποιητικά μη μας μπει καμιά ιδέα χαλάρωσης (κάτι σαν ΔΝΤ, ας πούμε…), είτε πάλι λειτουργούν ως κράχτες (συγγνώμη για τη λαϊκότροπη έκφραση!) για ακριβή αλλά αποδοτική επένδυση σε ελληνικό χαρτί στην τωρινή φάση, της μετάβασης προς «τις αγορές». Έτσι ή αλλιώς, οι μήνες που έρχονται θα δείξουν ποια λειτουργία θα επικρατήσει.
Όσο εμείς προσδοκούμε απόδοση του 10ετούς στο 3%, οι Κύπριοι π.χ. κινούνται με 1,5% – αυτά, δε, σε ένα κλίμα που ευνοεί τα ομόλογα της περιφέρειας…