Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Επειδή πλέον μια ανάσα μας χωρίζει από την εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον και Τσακαλώτος-Χουλιαράκης ετοιμάζουν βαλίτσες (στο δε Μαξίμου ξύνουν τα μολύβια για μιαν ακόμη φουρνιά ερμηνευτικών non-papers, ενώ στη μιντιακή αγορά όλοι ετοιμάζουν την επιβεβαίωση των προκαταλήψεων – ο καθείς τη δική του…), καλό θα ήταν να ξεκινήσουν από χαμηλά οι προσδοκίες για «κάτι» το ουσιαστικό και συνάμα οριστικό στο ελληνικό γαϊτανάκι.
Στις προκαταρκτικές επαφές και διαβουλεύσεις Ντράγκι-Λαγκάρντ-Σόιμπλε, όπου δεν βάζουμε τυχαία το όνομα του επικεφαλής της ΕΚΤ καθώς η δική του αξιολόγηση περί βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους θα διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο απ’ όσο έχουμε συνηθίσει με την αντιπαλότητα μεταξύ Βόλφγκανγκ Σόιμπλε («forget it Yannis!») και Κριστίν Λαγκάρντ («we cannot adopt unreasonable forecasts»), ασφαλώς και κρίνονται πολύ περισσότερα απ’ όσα θα μάθουμε. Και εμείς, ίσως και ο Ευκλείδης.
Όμως θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να θεωρήσουμε -όπως η κυβέρνηση- ότι η συνάντηση των μεγάλων του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος θα έδινε στο ελληνικό ζήτημα τον χρόνο και την ένταση συζήτησης που θα χρειαζόταν εκείνο που λέγεται «λύση». Και τούτο, ανεξαρτήτως της εκλογικής ανάγκης του Σόιμπλε (δηλαδή της Γερμανίας) να μην υπάρξει η αίσθηση δέσμευσης ή απόφασης, δηλαδή για κάτι περισσότερο από μια περιγραφή πλαισίου ή μονοπατιού ή όπως αλλιώς ονομαστεί. Άλλωστε πρόλαβε εκπρόσωπος του Finanz Ministerium του Βερολίνου να μας πλευροκοπήσει: «Το ελληνικό ζήτημα, για πρώτη φορά μετά από 7 χρόνια, δεν θα αποτελέσει θέμα προς συζήτηση». Ψέματα είπε, γιατί πάντως παρασκήνιο θα τρέξει, αλλ’ ακούγεται βαρύ και ασήκωτο. Ιδίως αν θυμηθεί κανείς την προ ημερών διαρροή του αμερικανικού Treasury, ότι οι ΗΠΑ δεν θα διαφωνούσαν με τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο Ελληνικό Πρόγραμμα…
Μιλώντας εδώ και μέρες στο Leading European Newspapers Association -δηλαδή όσο πιο δημόσια γίνεται, και δίνοντας επί λέξει transcript στη δημοσιότητα- η Κριστίν Λαγκάρντ «τάπωσε» αγρίως την ιδιοτελή γερμανική άποψη ότι αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους δεν είναι αναγκαία. συν πιο έμμεσα, με την τοποθέτηση για το fiscal path, για τη δημοσιονομική διόδευση (δηλαδή το «εύλογο» πρωτογενές πλεόνασμα) επιμένοντας ότι είναι κάπου στο 1,5% του ΑΕΠ.
Αυτό ασφαλώς και δημιουργεί ρίσκα για την ελληνική κυβέρνηση. Ποιο ρίσκο; Η Γερμανία, με την προεκλογική ανάγκη μπροστά, να τα στυλώσει για μιαν ακόμη φορά. Ενώ το ΔΝΤ θα επιμένει στους δικούς του όρους για συμμετοχή στο Ελληνικό Πρόγραμμα. Και με ενδεχόμενο το «δίχτυ ασφαλείας» που Μέρκελ και Λαγκάρντ έταξαν στον Αλέξη Τσίπρα προ εβδομάδων να αποδειχθεί λιγότερο αξιόπιστο μπροστά στον ανηφορικό Ιούλιο των αποπληρωμών.
Θα άξιζε να δει κανείς το ύφος όλων όσοι έχουν υιοθετήσει τη σοϊμπλική άποψη, ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, άμα διαβάσουν στο transcript της συνέντευξης Λαγκάρντ τη διευκρινιστική ερώτηση του δημοσιογράφου, ο οποίος δεν ήθελε να αφήσει την κυρία να ξεφύγει με το «αν το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο σύμφωνα με τους κανόνες του ΔΝΤ και με βάση λογικών παραμέτρων [εδώ ελλοχεύει η πρόβλεψη για το ΑΕΠ, φοβούμεθα, που ήδη για το 2017 είναι κατά ΔΝΤ 2,2%. για το 2018 φτάνει το 2,7%, αλλά μετά το 2021 “προσγειώνεται” στο 1%, αλλά και για τη διατηρησιμότητα των πλεονασμάτων με βάση το 4% για το οποίο γίνεται λόγος από την ΕΛΣΤΑΤ στις 21/4, με Eurostat στις 24/4…], δεν θα μετάσχουμε στο Πρόγραμμα [ό,τι κι αν λέει στους Γερμανούς βουλευτές ο όποιος Σόιμπλε]». Ο δημοσιογράφος την καρφώνει: «Τα στελέχη του ΔΝΤ είναι τώρα πεπεισμένα ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο ως έχει;».
Εκείνη, αφού κάνει μια κίνηση υπεκφυγής («θα καθορίσουμε πόσο μέρος του χρέους χρειάζεται αναδιάρθρωση με βάση την ανάλυση βιωσιμότητας», τη διαβόητη DSA κατά ΔΝΤ, γιατί μην ξεχνάμε ότι η ΕΚΤ κάνει ήδη τη δική της DSA) διατυπώνει το σαφές: «Δεν τίθεται ζήτημα ότι στον νου μας είναι απαραίτητος ένας βαθμός αναδιάρθρωσης του χρέους». Λίγο νωρίτερα, είχε τεθεί και το χρονικό όριο: Upfront, εκ των προτέρων…
Να θυμηθούμε, βέβαια, ότι λίγες μέρες νωρίτερα η Κριστίν Λαγκάρντ είχε παίξει από την άλλη μεριά του γηπέδου – λέγοντας ότι προηγείται η νομοθέτηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (δηλαδή ότι προηγείται η δική μας «παροχή»), όμως εν συνεχεία επεσήμανε ότι κάτι έχει γίνει από εμάς, αλλά από τους Ευρωπαίους «εταίρους»… προς το τίποτε.
Σε αναζήτηση διατυπώσεων και διαρροών, λοιπόν, η Ουάσιγκτον και το παρασκήνιό της.