Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Λοιπόν: ούτε η νέα συνάντηση των κυριών (Μέρκελ – Λαγκάρντ), παρά τις διαρροές ούτε η νέα Κορυφή του Νότου «έβγαλαν» κάτι το ωφέλιμο για την ελληνική υπόθεση. Γίνεται συνεπώς όλο και πιο σαφές ότι όλοι -μα όλοι τους!- έχουν εγκατασταθεί στο γύμνασμα που λέγεται «αγορά χρόνου».
Θα μας επιτραπεί να διατυπώσουμε την άποψη ότι ούτε και η εαρινή σύνοδος του ΔΝΤ στις 21-23 Απριλίου ούτε καν η οριστικοποίηση των στοιχείων για το πρωτογενές πλεόνασμα από τη Eurostat στις 24 -δηλαδή ούτε τα όσα ειπωθούν /διακηρυχθούν/συμφωνηθούν σχετικά με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το ελληνικό χρέος και για τον δημοσιονομικό χώρο (πρωτογενή πλεονάσματα) ούτε τα όσα αποτελέσουν μια συμφωνημένη βάση για τους περαιτέρω υπολογισμούς όλων των παραπάνω- αποτελούν τον ουσιαστικό χρονικό ορίζοντα.
Ούτε καν το εκλογικό ημερολόγιο των Ευρωπαίων «εταίρων» -με τους Γάλλους τώρα άμεσα, τους Γερμανούς το φθινόπωρο- είναι το αληθινό κριτήριο. Ακριβώς εδώ, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν η βασική παραχώρηση των «εταίρων» προς τη σημερινή κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας. Με τη μετακίνηση των όποιων πρόσθετων μέτρων στην 1η/1/2019 -το συνταξιοδοτικό- και στην 1η/1/2020 -τα φορολογικά- ΑΝ μέχρι το 2018 «βγαίνουν τα νούμερα», η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να στήσει τον πολιτικό βηματισμό της, εφόσον βέβαια περάσει το θεσμικό εμπόδιο της Βουλής/ της προνομοθέτησης. Και να φέρει την αξιωματική αντιπολιτευση στην πρακτική αμηχανία να εξηγήσει τι απ’ όλα όσα δεν θα ψηφίσει η ίδια αλλά θα ψηφιστούν (αν ψηφιστούν…) θα αλλάξει, εφόσον αυτή κερδίσει εκλογές. Και πώς. Με τι σχέσεις με τους Ευρωπαίους «εταίρους».
Πού οδηγούν όλα αυτά; Στη συνειδητοποίηση -θαρρούμε- ότι εκείνος ο πολιτικός χώρος που θα «ξεκρεμάσει» από το παρελθόν και τις ευθύνες και τον τσακωμό, εκείνος που θα περιγράψει πού θα ζήσουμε αύριο, εκείνος θα έχει το αύριο! Ως θεμέλιο αυτής της στροφής στο μέλλον, θα συνιστούσαμε να μελετήσουν οι μονομάχοι την ανάλυση του Νίκου Βέττα, του ΙΟΒΕ. Με αφορμή μεν το Brexit, όμως με ουσία το πώς το αύριο διαμορφώνεται.
Ξεκινά η ανάλυσή του από τη σχετικά απότομη, πάντως επώδυνη προσγείωση από τη φάση συνεχούς μεγέθυνσης σ’ όλη τη δεκαετία του ‘80 και του ‘90 – μέχρι περίπου και το 2000. Σ’ αυτήν την περίοδο ο συντονισμός (α) της επίδρασης των νέων τεχνολογιών (ιδίως της ψηφιακής πραγματικότητας) στην παραγωγή, (β) της κατάρριψης των εμποδίων τόσο στο διεθνές εμπόριο όσο και συνολικά στην κινητικότητα (NAFTA, «άνοιγμα» της Ασίας, πτώση του Τείχους/ενοποίηση της Ευρώπης) και (γ) μιας γενικής πολιτικής σταθερότητας, έφερε μια συνολική ευημερία με ετήσιους ρυθμούς αύξησης της τάξης του 2%-3%.
Όταν στο γύρισμα της χιλιετίας η επίδραση αυτών των τριών παραγόντων εξασθένησε, τότε ζήσαμε για κάποια χρόνια μέσα από δανεισμό/μόχλευση. Αυτό μας έφθασε, χοντρικά, μέχρι και το 2008. Η συνέχεια είναι γνωστή: με διαφοροποιημένο τρόπο, αλλά παράλληλα, οι χώρες ολίσθησαν σε ανάσχεση, ύστερα σε κατήφορο με τη χρηματοπιστωτική κρίση και την απομόχλευση που αυτή έφερε. Η αναζήτηση του «τις πταίει» έφερε ως «ενόχους» στις ΗΠΑ τους Μεξικάνους ή τις κινεζικές εισαγωγές (με αποτέλεσμα τον Τραμπ), στη Μεγάλη Βρετανία τον Πολωνό υδραυλικό και τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών (με αποτέλεσμα το Brexit). Σ’ εμάς το φαινόμενο «φταίνε όλοι οι άλλοι» (με αποτέλεσμα να αλλάζουμε κυβερνήσεις σαν τα πουκάμισα, με αρνητική ψήφο…) και συνεχή προσπάθεια να γυρίσουμε το ρολόι πίσω.
Το κύριο ζήτημα, τώρα, είναι η εγκατάσταση Μεγ. Βρετανίας, «Ευρώπης» συνολικά και (αυτό ενδιαφέρει εδώ, στο επιχείρημά μας) εμάς στην ακρούλα που λέγεται «Ελλάδα», σε μια μη γραμμική εξέλιξη, όπου η πίεση στα εισοδήματα φέρνει βλάβη στα πολιτικά συστήματα. Αυτή με τη σειρά της δυσκολεύει την επεξήγηση στους λαούς του τι συμβαίνει (και τι αυτό σημαίνει: παράδειγμα το Ασφαλιστικό). Καθώς και την εγκατάσταση στο προσκήνιο μιας εντεινόμενης ανασφάλειας.
Ειδικά στην Ελλάδα, την πολυτραυματισμένη από τη δική της κρίση, το πώς θα επεξηγηθεί, όχι απλώς ότι δεν υπάρχει εύκολη λύση, αλλά και ότι επιστροφή στο παρελθόν αποκλείεται τελείως, είναι η αληθινή πολιτική πρόκληση. Οι κεντρικοεπιτροπάριοι του ΣΥΡΙΖΑ την περασμένη Κυριακή αυτό το πέρασαν εντελώς ξώφαλτσα: το αγκάλιασμα με το παρελθόν δεν λέει να τους φύγει.
Στη Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη και στη ΔηΣυμπ/ΠΑΣΟΚ με τις μνήμες περασμένων εποχών, η λογική του «δεν ψηφίζω τίποτε!» και διεκδικώ όπως τα πεντάχρονα το τόπι τους («Εκλογές! Εκλογές! Εκλογές!») εγκαθιστά τη σπαρακτική αναζήτηση μέλλοντος στο παρελθόν.