Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Μια αίσθηση επίσπευσης των πραγμάτων αρχίζει και εγκαθίσταται στο προσκήνιο – και δεν αναφερόμαστε τόσο στη συνεχώς επανερχόμενη φημολογία περί πρόωρων εκλογών (Ήδη στην εκδοχή της προκήρυξης μαζί με τις ευρωεκλογές είχε προστεθεί η φήμη για αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, άμα η ψαλίδα προκύψει περιορισμένη. Τώρα μας προέκυψε και εκδοχή ακόμη νωρίτερα – 12 Μαΐου, δηλαδή σχεδόν πασχαλινά), όσο σε μια γενικότερη κόπωση των εξουσιών αλλά και της κοινής γνώμης από το κλίμα εκκρεμότητας. Ή μάλλον εκκρεμοτήτων. Επειδή όλο το διάστημα των μνημονίων «έγραψε» στη συλλογική συνείδηση ως συνολική εκκρεμότητα, το να παραμείνει το ίδιο στη μεταμνημονιακή φάση θα ήταν πολιτικά δηλητηριαστικό.
Γι’ αυτό άλλωστε και παρά την -αναμενόμενη!- προσπάθεια αποδόμησης της νομοθετικής επιλογής για «μετά τον νόμο Κατσέλη» από μέρους της αντιπολίτευσης, ως μη επαρκώς προστατευτικής, ως ανεπαρκούς κοκ., παρά και το σασπένς τώρα μέχρι το Eurogroup της 5ης Απριλίου, το βασικό σ’ αυτήν τη συζήτηση είναι αν θα κατορθώσει να βγάλει από τη μέση την εκκρεμότητα. Μια μείζονα εκκρεμότητα.
Καθώς, δε, από την απεμπλοκή στο επίπεδο αυτό «εξαρτάται» η ενεργοποίηση των 120 δόσεων (για ασφαλιστικά ταμεία και για εφορία), δηλαδή ΤΗΣ εκκρεμότητας της εποχής, το πράγμα έχει αληθινά καθοριστική σημασία σε μια προεκλογική λογική. Υπ’ αυτήν την έννοια, το να υπάρξει διάδοχη κατάσταση του νόμου Κατσέλη έχει μεγαλύτερη σημασία παρά στο πόσα «κόκκινα» δάνεια τελικώς θα περιλάβει (γύρω στο 65% του συνόλου;). Άλλωστε για μεταβατική διάσταση 9 μηνών πρόκειται. Άλλωστε, η περιβόητη πλατφόρμα του Εξωδικαστικού, που θα κουβαλήσει αυτήν τη διαδικασία, να δούμε πότε όντως θα ανοίξει…
Και θυμηθείτε: όταν μιλούσαμε για «νόμο Κατσέλη» ή για νόμο Κατσέλη-Σταθάκη, βασικά επρόκειτο για ένα πλέγμα δυνατοτήτων καθυστέρησης! Ουσιώδες μέρος της «προστασίας» έγκειται στον αργό ρυθμό εκδίκασης των υποθέσεων του νόμου 3869/2010 (που «παγώνει» επί χρόνια και χρόνια τις οφειλές), μαζί με την πραγματικότητα του απρόβλεπτου των αποφάσεων της Δικαιοσύνης οσάκις δίνουν «κούρεμα» οφειλών.
Αν πάει κανείς πίσω, εκεί που δημιουργήθηκε ή μάλλον αναδύθηκε στην επιφάνεια το πρόβλημα των «κόκκινων δανείων», και συναντήσει την καταγραφή που έκανε για λογαριασμό της ΤτΕ η BlackRock το 2012 (Γιατί το ‘12; Διότι τότε είχε ήδη επέλθει η βασική κατάρρευση: του ΑΕΠ, των εισοδημάτων, των αξιών των collaterals…), βρίσκει την εξής εικόνα. Μετρούσε η BlackRock 420.000 στεγαστικά δάνεια -απ’ αυτήν την κατηγορία προέκυψε η απειλή (και συνεπώς η ανάγκη προστασίας) πρώτης κατοικίας- άνω των 250.000 ευρώ, 57.700 μεταξύ 100.000 και 250.000 ευρώ, ενώ 351.000 δάνεια ήταν κάτω των 100.000 ευρώ.
Δίπλα σ’ αυτά βρίσκαμε 303.000 δάνεια επαγγελματιών ή/μικρομεσαίων -από τα οποία προήλθε τώρα η βασικότερη «κόντρα» με τη μεταμνημονιακή παρακολούθηση, με το Euro Working Group κοκ- σε μέρος των οποίων εμπλέκεται πρώτη κατοικία ως εγγύηση: τα 270.000 εξ αυτών ήταν, τότε, αξίας μέχρις 100.000 ευρώ. Όχι πως ο μαγικός κήπος των «κόκκινων» δανείων τελειώνει εδώ: η BlackRock έγραφε 1.920.000 καταναλωτικά -που ορισμένα προσέρχονται στη συνολική ρύθμιση «κόκκινων», όσων εμπλέκουν πρώτη κατοικία- κι ας μην αγγίξουμε καν τα κυρίως επιχειρηματικά, που δίνουν τον βασικό όγκο προβληματικότητας των τραπεζών και τρέχει η αντιμετώπισή τους μέσω των σχεδίων ΤτΕ ή/και ΤΧΣ.
Ευλόγως θα διερωτηθεί ο αναγνώστης τι πάθαμε και πάμε πάνω από έξι χρόνια πίσω ανασύροντας στοιχεία. Η απάντηση είναι ότι όσο κι αν κατά καιρούς βλέπουμε και ακούμε στοιχεία για την έκταση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, που εμπλέκουν πρώτη κατοικία, περισσότερο πρόκειται για εκτιμήσεις, παρά για καταγραφή. Οι τράπεζες είχαν βολευτεί με την ασάφεια.
Σ’ αυτό συνετέλεσε και η άτυπη συμφωνία τραπεζών – κυβέρνησης, πλειστηριασμοί να μην επισπεύδονται για αξίες κάτω των 150.000 ευρώ (η μεγάλη πλειονότητα συνωθείται σε δανειακά υπόλοιπα 70.000 – 150.000 ευρώ). Κάτι που επίσης δεν πολυσυζητείται, αλλά έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή κλίματος, είναι η συνειδητοποίηση ότι 3 στα 10 στεγαστικά -κατ’ εκτιμήσεις- ήταν με δυνατότητα υπαγωγής στον νόμο Κατσέλη, ενώ για ένα 15% περίπου υπήρξε (στοιχεία 2018) καθεστώς αίτησης υπαγωγής. Αλλά και η άρση του τραπεζικού απορρήτου υπό συνθήκες τέλους του 2018, δηλαδή… έπειτα από 9 χρόνια πορείας στην κρίση, έδειχνε προς μια κατάσταση όπου ένα 20%-25% του «κοινού» του νόμου Κατσέλη δεν εδικαιούτο την προστασία/περιερχόταν στην κατηγορία των στρατηγικών κακοπληρωτών.
Γι’ αυτό, επαναλαμβάνουμε, περισσότερο κι από την ίδια τη ρύθμιση «μετα-Κατσέλη», το να φύγει η εκκρεμότητα μετράει. Ή… να πάει παρακάτω.