Ομολογημένος θυμός δεν είναι λιγότερο θυμός. Μοιράζεται, όμως, και δεν σε πλακώνει. Θα θυμώσεις, θα λυπηθείς, θα εκνευριστείς, αλλά στου κόσμου το γοργοτρέξιμο θα αφεθείς. Μόνο κανονικό να μην το πεις.
Δεν το λέω. Δεν μπορεί να νικούν συνέχεια οι χαμηλές προσδοκίες, όσο κι αν το τσουρούτικο είναι οικείο. Δεν φιλιώσαμε με το λίγο και με τους λίγους που διαφεντεύουν ερήμην των πολλών;
Τι σκούζεις, της Διακαινησίμου, να σε χαρώ;
Είμαι μεγαλοβδομαδιάτικα στο νησί, μεγαλονήσι, που «κρατά δεξιά μιαν ήπειρο, αριστερά μιαν άλλη». «Μπορείς να περάσεις από το ΤοΜΥ να μου γράψεις συνταγή;» Μπορώ. «Ο προσωπικός μου γιατρός είναι ο κ. Χ».
Δρασκελίζω το κατώφλι, τέτοια ησυχία ούτε στην Εκκλησία. Αν άφηνε κάποιος την τελευταία του πνοή, δεν θα το πρόσεχε κανείς.
«Συγγνώμη, εδώ για συνταγογράφηση από τον κ. Χ;». «Απουσιάζει, θα είναι εκτός για έναν μήνα. Να σας δώσω ένα χαρτάκι, να καλέσετε στα μέσα Μαΐου, για να κλείσετε ραντεβού για τις συνταγές».
«Τι να το κάνω το χαρτάκι, είναι καρδιολογικό φάρμακο για μεγάλη κυρία».
«Τι να σας πω, ξέρετε έχουμε έλλειψη γιατρών. Γιατί δεν δανείζεστε το χάπι από ένα φαρμακείο; Δοκιμάστε στο νοσοκομείο, μήπως μπορούν να σας εξυπηρετήσουν».
Πάω. «Δεν έχουμε παθολόγο». Δεν είχαν εκείνη την ημέρα, εκείνη την ώρα, δεν ρώτησα. Χλιαρή και στην αντίδραση.
Αρχίζω τα τηλέφωνα σε ιδιώτες γιατρούς, ας πληρώσω να τελειώσω. Πήρα πέντε, άκουσα πέντε τηλεφωνητές. Μέρες πασχαλινές, σε μεγαλονήσι. Δεν μπορώ να φανταστώ τι γίνεται στα μικρά.
Δεν μπορείτε να φανταστείτε το βλέμμα της κυρίας Μαρίας όταν της λέω ότι κάτι έγινε, αλλά μην ανησυχεί, το φάρμακό της θα βρεθεί.
Νιώθει ενοχή, βάρος, ενώ εγώ στην γκρίνια και στον θυμό βολτάρω. Μεγαλοβδομαδιάτικα. Από την ολιγογράμματη το μάθημα. «Μην σκας, στη νιότη μαθαίνεις, στα γηρατειά καταλαβαίνεις».