Skip to main content

Αναβάθμιση S&P: Όταν οι αριθμοί προκαλούν μελαγχολία 

Τι νόημα έχει η βελτίωση των γενικών οικονομικών δεικτών όταν δεν αντανακλούν αντίστοιχη αύξηση του επιπέδου διαβίωσης της πλειονότητας των πολιτών;

Η κυβέρνηση πανηγύρισε δεόντως την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο Standard & Poor’s με ανακοινώσεις που εξέδωσαν αξημέρωτα το Μεγάλο Σάββατο, ο Κωστής Χατζηδάκης και οι αρμόδιοι υπουργοί.

Όπως ανέφερε ο οίκος αξιολόγησης στην αιτιολογία του «Εκτιμούμε ότι η κυβέρνηση πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 3,5% του ΑΕΠ το 2024, που ισοδυναμεί με γενικό πλεόνασμα (αφού ληφθούν υπόψη και οι δαπάνες για τόκους) 0,5% του ΑΕΠ». Αυτό είναι πολύ πάνω από τον αρχικό στόχο του 2,1% του ΑΕΠ. «Αποδίδουμε», συνεχίζει, «μέρος της υπεραπόδοσης στην υποεκτέλεση των προγραμματισμένων επενδύσεων, η οποία είναι πιθανό να αντιστραφεί το 2025. Ωστόσο, η υπεραπόδοση στις προσπάθειες φορολογικής συμμόρφωσης στήριξε και πάλι την υπέρβαση και αναμένουμε ότι θα συνεχίσει να στηρίζει την αύξηση των εσόδων φέτος».

Για να το πούμε απλά η υψηλή έμμεση φορολογία – χωρίς να μηδενίζουμε τη μείωση της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής – και οι μειωμένες επενδύσεις έφεραν το υπερ-πλεόνασμα που όπως εκτιμά ο οίκος θα συνεχιστεί και στην επόμενη τριετία.

Κλασική συνταγή, σύμφωνη με τους κανόνες της μαζικής ψυχολογίας. Όπως έγραφε ο Γκυστάβ Λε Μπόν ήδη πριν από έναν αιώνα, εάν αυξήσεις με μιας την άμεση φορολογία θα έχεις εξέγερση του πληθυσμού. Εάν αυξήσεις τους έμμεσους φόρους οι πολίτες θα πληρώνουν περισσότερα και δεν θα αντιδρούν.

Το οικονομικό επιτελείο έσπευσε να υπογραμμίσει ότι η αναβάθμιση εκφράζει την επιτυχία της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης και την εμπιστοσύνη για τις προοπτικές της. Δύο μόλις ημέρες νωρίτερα είχαν δημοσιοποιηθεί τα στοιχεία για το κόστος του πασχαλινού τραπεζιού από την ΕΣΕΕ που εκτιμά ότι θα είναι ανεβασμένο περίπου κατά 6% σε σχέση με πέρυσι, που και πέρυσι ήταν αυξημένο σε σχέση με πρόπερσι κ.οκ. Εάν η σύγκριση γίνει με το 2019, έτος που η χώρα βγήκε επισήμως από τα μνημόνια, το κόστος είναι αυξημένο περί το 80% με 100% ανάλογα με το τι θα περιλαμβάνει.

Γενικότερα όμως το κόστος ζωής από το 2019 έχει ανέβει από 30% εώς 50% περιλαμβάνοντας την ενέργεια, την στέγη και τα βασικά καταναλωτικά αγαθά. Τα επίσημα στατιστικά στοιχεία απλώς επιβεβαιώνουν αυτό που αντιλαμβάνεται η μέση ελληνική οικογένεια στον προϋπολογισμό της.

Παράλληλα από το 2019 και μετά το ΑΕΠ αυξάνεται πάνω από 2% τον χρόνο, αθροιστικά δηλ. πάνω από 10%. Η κερδοφορία των επιχειρήσεων επίσης από το 2019 αυξάνεται, με μία προσωρινή στασιμότητα στην πανδημία. Ωστόσο οι μισθοί παραμένουν σταθεροί ή αυξάνονται σε αναλογία μικρότερη, τόσο σε σχέση με την κερδοφορία των επιχειρήσεων, όσο και, κυρίως, σε σχέση με το κόστος ζωής. Βοηθά το ότι δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις και διαπραγματεύσεις ως στοιχείο ισορροπίας. Αυτό αντανακλάται στα επίσημα στοιχεία της Eurostat που φέρνουν σταθερά την χώρα σε μία από τις τελευταίες θέσεις όσον αφορά την αγοραστική δύναμη και το επίπεδο διαβίωσης. Συμβάλλει δε και η μείωση του κοινωνικού μισθού όπως δείχνει πχ η αύξηση της ατομικής συμμετοχής στις υπηρεσίες υγείας.

Το γενικό συμπέρασμα, από όποια πλευρά και αν το δει κανείς – είτε από τα εμπειρικά στοιχεία που βιώνει η μέση οικογένεια είτε από τα συνδυαστικά στατιστικά στοιχεία –  είναι ότι ενώ πράγματι αυξάνεται το ΑΕΠ και βελτιώνονται οι δείκτες του δημοσίου χρέους και αυξάνεται η κερδοφορία, εντούτοις μειώνεται το βιοτικό επίπεδο.  Όχι βέβαια του συνόλου αλλά της πλειονότητας των πολιτών. Σύμφωνη με την νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία η κυβέρνηση δημιουργεί την κοινωνία του ενός τρίτου.

Όλα τα στοιχεία της οικονομική πολιτικής και της διαχείρισης, θα μπορούσαν να έχουν βγει από το βιβλίο των Πιέρ Νταρντό και Κριστιάν Λαβάλ («Ο Νέος λόγος του κόσμου: ένα δοκίμιο για τη νεοφιλελεύθερη κοινωνία»), για την νεοφιλελεύθερη αυταρχική διακυβέρνηση.

Το τελικό ερώτημα είναι πολιτικό και όχι οικονομικό, όπως επιχειρεί να πείσει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης: τι νόημα έχει η βελτίωση των γενικών οικονομικών δεικτών όταν δεν αντανακλούν αντίστοιχη αύξηση του επιπέδου διαβίωσης της πλειονότητας των πολιτών και των προοπτικών της χώρας;

Η κυβέρνηση στρεψοδικώντας αποφεύγει να απαντήσει το ερώτημα. Επιμένει ότι «δεν είναι αυτό που νομίζετε». Άρα, είτε ότι οι Έλληνες λένε ψέματα, πχ σε όλες τις δημοσκοπήσεις που αξιολογούν αρνητικά σε ποσοστό άνω του 60% την κυβέρνηση, την προσωπική τους κατάσταση και πάνω από 70% εμφανίζονται απαισιόδοξοι. Είτε είναι ανόητοι και δεν αντιλαμβάνονται τα πράγματα.

Εν τελεί τι άλλο είναι εάν όχι ένδειξη αμηχανίας ότι η κυβέρνηση μετά από έξι χρόνια «θα μοιράσει το κοινωνικό μέρισμα της ανάπτυξης»; Μόνο που ακριβώς το νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης αποκλείει την κοινωνική διανομή του αφού δομικά εντείνει τις ανισότητες.