Στις δυτικές κοινωνίες οι σχέσεις πολιτείας και πολιτών ήταν η θεσμικά κατοχυρωμένη ύπαρξη ενός σιωπηρού οικονομικού και κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ των θεσμών της πολιτείας και της κοινωνίας που υπηρετούν.
Η εμπιστοσύνη που θα πρέπει να είναι στο επίκεντρο αυτής της σχέσης είναι θεμελιώδης για να μπορεί τόσο το οικονομικό όσο και το πολιτικό σύστημα να λειτουργούν εύρυθμα και προς όφελος των πολιτών και της ευημερίας. Ωστόσο μια πιθανή ρήξη σε αυτή της ευαίσθητη σχέση προκαλεί μια πολύπλοκη διαδικασία επανασυγκόλλησης με πολλές φορές σημαντικότατες συνέπειες στην καθημερινότητα, στην άσκηση εξουσίας αλλά και στην πρόοδο της κοινωνίας και της οικονομίας.
Δυστυχώς κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, έχει καταγραφεί συστηματικά τάση μείωσης της εμπιστοσύνης στους θεσμούς στις πιο ανεπτυγμένες-βιομηχανικές χώρες. Η ευθραυστότητα του συναισθήματος της εμπιστοσύνης σημαίνει ότι μπορεί να χρειαστεί χρόνος για να αποκατασταθεί εάν αυτή τελικά έχει προηγουμένως τρωθεί.
Σε μια Ευρώπη όπου την τελευταία και πλέον δεκαετία έχουν μεσολαβήσει οικονομικές διασώσεις, πολιτικά και οικονομικά σκάνδαλα, ασταθείς οικονομικές συνθήκες, πόλεμοι, πανδημία και κάθε λογής αβεβαιότητες, η σχέση μεταξύ κυβέρνησης και πολιτών έχει εισέλθει σε έναν δικαιολογημένο ή μη φαύλο κύκλο κατηγοριών και θυμού ως αποτέλεσμα των παραπάνω παραγόντων. Τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα και στις δύο όχθες του Ατλαντικού έχουν συνταράξει το modus vivendi που πετύχαμε στην μεταπολεμική Ευρώπη, ανοίγοντας διάπλατα νέους δρόμους αναστοχασμού αλλά και αβεβαιότητας. Θα πρέπει λοιπόν να ενσκήψουμε με ιδιαίτερο προβληματισμό στο ζήτημα της χαρτογράφησης του ελλείματος της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς και όχι μόνο, οπότε να προσεγγίσουμε ενδεχομένως και την πιθανή λύση στο πρόβλημα αυτό μέσω μια επανεκκίνησης.
Χαμηλή εμπιστοσύνη
Η περίπτωση της Ελλάδας, αποτελεί ιδιαίτερα έντονο και χαρακτηριστικό παράδειγμα, μιας περίπτωσης που βίωσε δραματικά τόσο εσωτερικoύς όσο και την εξωτερικούς παράγοντες που οδηγούν συνήθως σε μια «παγωμένη» τουλάχιστον σχέση με τους θεσμούς. Σε χαλεπούς οικονομικά καιρούς το επίπεδο εμπιστοσύνης βρέθηκε σε ιστορικά χαμηλά.
Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, η εμπιστοσύνη στην ΕΕ έφτασε, κατά μέσο όρο, σε πρωτοφανές χαμηλό 31% την άνοιξη του 2012, ενώ η εμπιστοσύνη στις εθνικές κυβερνήσεις έφτασε στο χαμηλότερο σημείο του 23% το φθινόπωρο του 2013. Αναφορικά με το 2024, η τάση εμπιστοσύνης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τους Έλληνες πολίτες, παραμένει η πλέον χαμηλή στα 27 μέλη (δες σχετικό διάγραμμα 1).
Η σύνδεση ευρωπαϊκών και εθνικών θεσμικών οργάνων έχει μεγάλη σημασία καθώς οι ευρωπαίοι πολίτες κυβερνώνται από ένα περίπλοκο πολυεπίπεδο διοικητικό σύστημα που περιλαμβάνει τόσο εθνικά όσο και ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία, η εμπιστοσύνη στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα αντικατοπτρίζει βασικά τα επίπεδα εμπιστοσύνης των πολιτών στα εθνικά θεσμικά όργανα. Ωστόσο, το αντίθετο επιχείρημα είναι ότι η αυξημένη εμπιστοσύνη και ικανοποίηση από τους εθνικούς θεσμούς θα εμποδίσει την υποστήριξη των ευρωπαϊκών θεσμών. Στο διάγραμμα 2 βλέπουμε τη χαμηλή εμπιστοσύνη στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς ως αποτέλεσμα της αντίστοιχα χαμηλής εμπιστοσύνης στους εθνικούς θεσμούς και δη την κυβέρνηση.
Διάγραμμα 1. Πηγή: ΕΕ 2024
Διάγραμμα 2. Πηγή: Ευρωβαρόμετρο 2024
H σχετική βιβλιογραφία ομαδοποιεί σε γενικές γραμμές την έννοια της εμπιστοσύνης σε τρεις κύριες κατηγορίες: πυκνή, διαπροσωπική και συστημική. Η μεν πρώτη αναφέρεται στη βαθιά, διαρκή εμπιστοσύνη που αναπτύσσεται μέσα σε στενά συνδεδεμένες ομάδες ή σχέσεις, οι οποίες συχνά βασίζονται σε κοινές αξίες, κουλτούρα και μακροχρόνιες αλληλεπιδράσεις. Η διαπροσωπική, έχει να κάνει με εμπιστοσύνη σε συγκεκριμένα άτομα με βάση την άμεση, προσωπική εμπειρία, την αντιληπτή ικανότητα, την ακεραιότητα και την αξιοπιστία ενώ η συστημική αναφέρεται στην εμπιστοσύνη στα επίσημα συστήματα, τους θεσμούς, τους κανόνες και τις διαδικασίες.
Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ιδιαίτερης σημασίας έννοιες είναι η διαπροσωπική και η συστημική εμπιστοσύνη, καθώς αλληλοεπηρεάζονται σε έντονο βαθμό. Η Ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται ως κοινωνία «χαμηλής εμπιστοσύνης», τόσο σε διαπροσωπικό όσο και σε επίπεδο θεσμών καταρρίπτοντας τον μύθο περί του ανοιχτόκαρδου Έλληνα. Είναι χαρακτηριστική η ραγδαία πτώση από το 2010 στη διαπροσωπική εμπιστοσύνη, όπως φαίνεται στο διάγραμμα 3. Άρα είμαστε μια κοινωνία που δεν εμπιστεύεται κατά βάση τον διπλανό της. Εξαιρετικά χαμηλά επίσης είναι στην Ελλάδα τα ποσοστά εμπιστοσύνης στην εθνική κυβέρνηση. Μόλις το 32% εμπιστεύονται σε ικανοποιητικό ή υψηλό βαθμό την κεντρική διοίκηση, έναντι 39% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ το 2023, ενώ υπολειπόμαστε του Μ.Ο. των χωρών του ΟΟΣΑ σε όλες τις κατηγορίες των θεσμών. Σαφώς τα ποσοστά αυτά βαίνουν επί τα χείρω, ειδικά μετά τις πρόσφατες κοινωνικές εκδηλώσεις, που πιστοποιούν το έλλειμα εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς και ειδικά αυτό της εμπιστοσύνης προς τη δικαιοσύνη που βρίσκεται στο επίκεντρο αυτό το διάστημα. Χαρακτηριστικό το διάγραμμα 4 της σύγκρισης με τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Διάγραμμα 3. Πηγή: Our World Data, 2022
Διάγραμμα 4. Πηγή: ΟΟΣΑ 2023
Οι αντιλήψεις των ανθρώπων για τους θεσμούς μπορούν επίσης να επηρεαστούν από τη φάση του οικονομικού κύκλου. Οι πολίτες μπορεί να θεωρούν τους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς υπεύθυνους για τα υψηλά π.χ. επίπεδα ανεργίας και τη χαμηλή ανάπτυξη. Η σταθερότητα και η ισχύς μιας εθνικής οικονομίας διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από την εμπιστοσύνη, όπως μας διδάσκει η σχετική βιβλιογραφία. Η οικονομική ανάπτυξη προκύπτει όταν οι άνθρωποι, οι εταιρείες και οι επενδυτές εμπιστεύονται τους θεσμούς, τις αγορές και την κυβέρνηση. Ο υψηλός βαθμός εμπιστοσύνης δυνητικά προωθεί τις επενδύσεις, μειώνει το κόστος συναλλαγών και συμβάλλει στη βελτίωση της πιο απρόσκοπτης συνεργασίας μεταξύ διαφόρων κλάδων.
Οι καταναλωτές είναι πιο πρόθυμοι να ξοδέψουν και οι εταιρείες είναι πιο πρόθυμες με τη σειρά τους να αναπτυχθούν, δημιουργώντας έτσι απασχόληση και αυξάνοντας την παραγωγή. Η χαμηλή εμπιστοσύνη, από την άλλη πλευρά, μπορεί να προκαλέσει φυγή κεφαλαίων, οικονομική στασιμότητα και υψηλότερες δαπάνες που προκύπτουν από αυστηρότερους κανόνες και επιβολή.
Εν τέλει, η εμπιστοσύνη είναι ένα κρυφό αλλά ισχυρό εργαλείο που προάγει την ανθεκτικότητα και την οικονομική πρόοδο και ως εκ τούτου είναι απαραίτητο για τη βιώσιμη εθνική ανάπτυξη. Σε αυτό το πλαίσιο, τα αποτελέσματα δεν είναι ενθαρρυντικά για την χώρα μας, καθώς διαχρονικά παρουσιάζεται μια δυσπιστία στην καλύτερη περίπτωση προς τους θεσμούς καθώς και μια βεβαιότητα ότι η διαφθορά κυριαρχεί παντού με αποτέλεσμα να συνθλίβεται η πιθανότητα εξόδου από αυτό το αδιέξοδο της κοινωνίας. Τα γραφήματα από το Ευρωβαρόμετρο που ακολουθούν είναι χαρακτηριστικά της αντίληψης του κοινού. Παρατηρούμε την έντονη διαδεδομένη αντίληψη διαφθοράς σε ποσοστό 98% σε σχέση με την ΕΕ27 (68%). Την αρνητική στάση που αναφέρεται στην ανεξαρτησία των δικαστηρίων και των δικαστών κατά την αντίληψη του κοινού, καθώς και στην αντίληψη των νοικοκυριών αναφορικά με την προσωπική τους οικονομική κατάσταση σε σχέση με τα μέλη της ΕΕ27.
Γράφημα 5: Πηγή Ευρωβαρόμετρο 2024
Από τα παραπάνω αποκαλύπτονται ενδιαφέροντα μοτίβα εμπιστοσύνης και παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες όσον αφορά την αντίληψη του κοινού και, επομένως, τη διαμόρφωση εμπιστοσύνης στο παρόν πλαίσιο πολιτικής και οικονομικής φάσης. Είναι γεγονός ότι οι οικονομικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες έχουν άμεσο αντίκτυπο στη θεσμική εμπιστοσύνη του κοινού. Η πλειονότητα της βιβλιογραφία καταλήγει ότι η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών οδηγεί αδιάκριτα σε υψηλότερα επίπεδα δυσπιστίας εντός και εκτός των εθνικών συνόρων, βάλλοντας ευθέως τους εθνικούς και ευρωπαϊκούς θεσμούς. Σε κάθε περίπτωση όμως, η αντίληψη των πολιτών στο παρόν πλαίσιο περισσότερο επηρεάζεται από τον ρόλο της εθνικής κυβέρνησης, παρόλα τα δυσδιάκριτα πολλές φορές κανάλια πληροφόρησης από τις εθνικές κυβέρνησης και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ ως προς τα επίπεδα της κοινής ευθύνης.
Το φορτίο λοιπόν της ανασύνταξης της εμπιστοσύνης πέφτει διαχρονικά στη λειτουργία των εθνικών κυβερνήσεων και αν στρέψουμε το βλέμμα μας στην Ελληνική περίπτωση, δυστυχώς ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει και παραμένουν ακόμα περισσότερα να γίνουν, ώστε να ξεφύγουμε από την τελευταία θέση και από αυτή τη στατιστική. Ενδεχόμενη στροφή σε πιο Ευρωπαϊκά ποσοστά θα επιταχύνει το κλείσιμο της ψαλίδας σε πλείστους οικονομικούς και κοινωνικούς τομείς που μας κρατούν πεισματικά εκτός της Ευρωπαϊκής νόρμας. Η θέληση για μεταρρυθμίσεις και η εφαρμογή αυτών συσχετίζεται άμεσα με την αντίληψη του κοινού για το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς. Συνεπώς μια από πάνω προς τα κάτω αλλαγή κρίνεται επιβεβλημένη αν θέλουμε οι όποιες μεταρρυθμίσεις από τις εκάστοτε κυβερνήσεις να ενσωματωθούν στην κοινωνία χωρίς δεύτερες ή και τρίτες σκέψεις.
Σημείωση: Πολλά στοιχεία του άρθρου προέρχονται από την μελέτη: Determinants of Trust in Institutions: Survey-based evidence from the European Union, C. Kallandranis, K. Drakos and S. Karydis (2019), Journal of Common Market Studies Vol 57 (6) pp. 1228–1246. https://doi.org/10.1111/jcms.12884
*Ο Χρήστος Καλλανδράνης είναι Επίκουρος Καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής