Ο νέος, αυξημένος κατώτατος μικτός μισθός στα 880 ευρώ, που θα ισχύσει από την 1η Απριλίου, αποτελεί γεγονός για τους εργαζόμενους. Αναμφίβολα, θετική λογίζεται η μισθολογική ενίσχυση των 50 ευρώ -που ωστόσο «καθαρά» είναι της τάξης των 35 ευρώ-, όπως και η απόφαση της κυβέρνησης η επόμενη μισθολογική αύξηση να λάβει χώρα την 1η Ιανουαρίου 2026, τέσσερις μήνες νωρίτερα δηλαδή από το κλείσιμο ενός 12μήνου, με την προοπτική στην εκπνοή της τετραετίας ο κατώτατος μικτός μισθός να διαμορφωθεί στα 950 ευρώ.
Βέβαια, στο «βιβλίο» με τις εγγραφές των οικογενειακών προϋπολογισμών θα πρέπει να προσθέσουμε κι άλλα στοιχεία, με πρώτο και κύριο την πληθωριστική απαξίωση των εισοδημάτων. Μόνο στα τρόφιμα να σταθούμε, θα διαπιστώσουμε την τελευταία πενταετία μια μέση σωρευτική αύξηση των τιμών της τάξης του 35% με 40% – παρά μάλιστα τα παρεμβατικά μέτρα της κυβέρνησης, για να μην επεκταθούμε στα ενοίκια, την ενέργεια, την εστίαση, την ένδυση-υπόδηση κ.ά.
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι το ισοζύγιο εσόδων – εξόδων, χρόνια τώρα, λειτουργεί σε βάρος των νοικοκυριών, με τον μέσο εργαζόμενο να έχει, στο μεταξύ, εξέλθει τριών μνημονίων απαξιωμένος οικονομικά, όπως και αποδυναμωμένος έναντι της αγοράς.
Αν η κυβέρνηση όντως επιθυμεί να προστατεύσει το πορτοφόλι του καταναλωτή, οφείλει να τον βοηθήσει να περιορίσει τις δαπάνες του, περικόπτοντας τις συνεχιζόμενες ανατιμήσεις σε συγκεκριμένα αγαθά καθημερινής ανάγκης, εντείνοντας τον ανταγωνισμό σε βασικούς κλάδους της οικονομίας, καθιστώντας διαφανέστερη τη διαμόρφωση των τιμών, περιορίζοντας τις παραπλανητικές πολιτικές προώθησης αγαθών και υπηρεσιών, στηρίζοντας το καταναλωτικό κίνημα, καταπολεμώντας τον οικονομικό αναλφαβητισμό.
Πρόκειται για πρωτοβουλίες που σπανίως τοποθετούνται ψηλά στην κυβερνητική ατζέντα κι ας γνωρίζουν οι ιθύνοντες τη σημασία τους. Το θέμα είναι γιατί;