Η ανάγκη για την ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης της Ευρώπης, ως βασική αρχή, γίνεται αποδεκτή, όχι μόνο από όλες τις κυβερνήσεις αλλά και από τους λαούς των επί μέρους χωρών.
Και αυτό είναι σημαντικό, αφενός μεν γιατί πρόκειται για τη δική τους ασφάλεια, αλλά επειδή τελικά είναι αυτοί που θα κληθούν να πληρώσουν αργά ή γρήγορα το μάρμαρο.Έτσι με την απόφαση “REArm Europe” του ανώτατου θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Συμβουλίου της Ευρώπης, διατρανώθηκε επιχειρησιακά η ανάγκη συγκρότησης αξιόμαχου στρατού έναντι εξωτερικών απειλών, σε έναν κόσμο που αλλάζει το γεωπολιτικό του status quo με τους κινδύνους που συνεπάγεται.
Αυτή τη φορά η Ευρώπη φαίνεται ότι, υπό την ασφυκτική πίεση των ΗΠΑ, αποφάσισε να δράσει γρήγορα, δυναμικά και στοχευμένα. Η ενίσχυση της άμυνας με δαπάνες 800 δις τα επόμενα τέσσερα χρόνια, δεν θα συμβάλλει μόνο αποφασιστικά στην ασφάλεια της Ένωσης, αλλά θα αποτελέσει και μια πρώτης τάξεως τονωτική ένεση στις οικονομίες της Ευρώπης, απομακρύνοντάς τες ταυτόχρονα και από τη ζώνη κινδύνου του στασιμοπληθωρισμού.
Με βάση το σχέδιο που αποφασίστηκε, τα 150 δισ. Ευρώ θα προέλθουν από τον προϋπολογισμό της ΕΕ και θα διατεθούν στις χώρες με τη μορφή χαμηλότοκων δανείων μέσω ενός νέου εργαλείου, που θα δημιουργηθεί άμεσα. Το μεγαλύτερο κομμάτι όμως των 650 δισ., θα προέλθει από δανεισμό των χωρών απευθείας από τις αγορές. Στόχος είναι η επιβάρυνση για το απαιτούμενο ποσό να μην ξεπεράσει το 1,5% του ΑΕΠ, ως μέσο όρο του συνόλου των χωρών. Για τη διευκόλυνσή τους μάλιστα ελήφθη απόφαση να μην προσμετρώνται τα ποσά αυτά στο δημοσιονομικό τους έλλειμμα, εφαρμόζοντας για άλλη μια φορά τη ρήτρα διαφυγής από τις υποχρεώσεις που υπαγορεύονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας.
Αμυντική θωράκιση με δανεισμό αλλά με τι όρους
Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας μέσω δανεισμού είναι μια ενδεδειγμένη και αποτελεσματική επιλογή, αν πράγματι επιθυμούμε την απεξάρτηση της Ευρώπης από την αμερικανική προστασία-κηδεμονία. Μελέτες δείχνουν άλλωστε, ότι οι εξοπλισμοί είτε πρόκειται για μαζικές προμήθειες είτε για τη διεξαγωγή πολέμου, χρηματοδοτούνται πάντα με δάνεια. Λόγω κυρίως των πολύ σημαντικών κεφαλαίων που απαιτούνται, αποκλείονται οι άλλοι δύο δυνητικοί τρόποι χρηματοδότησης, δηλαδή η μείωση των κοινωνικών δαπανών ή και η αύξηση των φόρων. (Ινστιτούτο Κιέλου, “How to Finance Europe’s Military Buildup”, Febr. 2025).
Το ερώτημα που τίθεται είναι, όχι αν πρέπει να υπάρξει δανεισμός, αλλά αν στην προκείμενη περίπτωση, ο τρόπος δανεισμού που προέκρινε το Συμβούλιο της Ευρώπης είναι ο πλέον πρόσφορος για την αντιμετώπιση ενός κοινού κινδύνου. Και εδώ οι απόψεις διίστανται, ενώ ο δημόσιος διάλογος συνεχίζεται σε ακαδημαϊκό, όσο και πολιτικό επίπεδο. Άλλωστε, οι οριστικές αποφάσεις για το περιεχόμενο του εξοπλιστικού προγράμματος θα ληφθούν στα μέσα Ιουνίου τρέχοντος έτους.
Οι ενστάσεις που διατυπώνονται για την επιλογή της λύσης «ρήτρα διαφυγής» είναι δικαιολογημένες, αφού αυτή μπορεί μεν να διευκολύνει σε κάποιο βαθμό τις υπερχρεωμένες χώρες, δεν τις απαλλάσσει όμως από την προσμέτρηση των αμυντικών δαπανών στο συνολικό δημόσιο χρέος και κυρίως δεν τις προφυλάσσει από την πληρωμή υψηλότερων τόκων στην αγορά για τα ποσά που θα αντλήσουν, λόγω χειρότερης πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Είναι αλήθεια, ότι σε ότι αφορά τη στρατηγική ενίσχυσης της αμυντικής θωράκισης της Ευρώπης, όλες οι χώρες είναι απολύτως σύμφωνες. Εκεί που υπάρχουν σημαντικές διαφορές είναι στον τρόπο χρηματοδότησης, αλλά και στις επιμέρους επιλογές για την προμήθεια των αναγκαίων εξοπλιστικών στοιχείων.
Για τις χώρες του Νότου, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία αλλά και Ελλάδα, ο προσφορότερος τρόπος χρηματοδότησης ενός τέτοιου γιγαντιαίου προγράμματος θα ήταν η υιοθέτηση κοινού δανεισμού από την ΕΕ στο πρότυπο του Ταμείου Ανάκαμψης. Η ιδέα της έκδοσης “European Defense Bonds”, ένα είδος εξοπλιστικών ευρωομολόγων, βρίσκεται στο τραπέζι, πολύ πριν αναλάβει η νέα Διοίκηση στις ΗΠΑ, η οποία έφερε μια τεράστια μεταβολή στα θέματα ασφαλείας της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέχει ήδη μια εξέχουσα θέση με τη συμμετοχή της στις κεφαλαιαγορές, όπου έχει τη δυνατότητα με κοινό δανεισμό να εξασφαλίσει καλύτερους όρους από τις μεμονωμένες χώρες.
Σε αυτήν την περίπτωση, οι οικονομίες κλίμακας είναι πολύ σημαντικές, ενώ η αξιοποίηση των πόρων προς όφελος των ευρωπαϊκών οικονομιών γίνεται ευκολότερη. Ας σημειωθεί όμως, ότι για τις κοινές προμήθειες υπάρχει απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για αύξησή τους στο 35%, ενώ μέχρι σήμερα προσεγγίζει μετά βίας το 8%. Αυτό σημαίνει, ότι μια θετική απόφαση, που θα μπορούσε να έχει μετριάσει το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα, έχει σχεδόν παντελώς αγνοηθεί.
Ρόλος κλειδί για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία
Οι νέες συνθήκες που διαμορφώνονται δεν απαιτούν μόνο τη διάθεση κεφαλαίων, αλλά και την αναδιάταξη και ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Μέχρι τώρα η παραγωγική βάση της αμυντικής βιομηχανίας είναι κατακερματισμένη σε λίγες μεγάλες, διεθνώς ανταγωνιστικές μονάδες και σε ένα πλήθος από μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες ασχολούνται κυρίως με την εξυπηρέτηση των εθνικών αναγκών του στρατού της χώρας τους.
Για την αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων είναι ανάγκη αρχικά να παραμεριστούν οι διαφορές μεταξύ Γαλλίας, η οποία υποστηρίζει έντονα τη χρήση των πόρων σχεδόν αποκλειστικά για προμήθειες από ευρωπαϊκές εταιρείες, και της Γερμανίας, η οποία βλέπει την πρόταση με σκεπτικισμό, όχι μόνο επειδή πολλά συστήματα προσφέρονται με χαμηλότερο κόστος από τη διεθνή αγορά (κυρίως τις ΗΠΑ), αλλά ακόμη και γιατί ένα σημαντικό μέρος του αναγκαίου εξοπλισμού δεν παράγεται στην Ευρώπη, η δε διαδικασία ανάπτυξής τους απαιτεί δεκαετίες.
Συνεπώς και εδώ θα πρέπει να αναζητηθεί μια συμβιβαστική μέση λύση. Το επόμενο βήμα είναι χωρίς αμφιβολία η εμβάθυνση της συνεργασίας και της αξιοποίησης των συνεργειών μεταξύ των ευρωπαϊκών εταιρειών παραγωγής αμυντικών συστημάτων. Από την αποτελεσματική συνεργασία των χωρών, αλλά και των επιμέρους εταιρειών, θα εξαρτηθεί και το όλο εγχείρημα της αποκατάστασης όχι μόνο του αισθήματος ασφάλειας στην Ευρώπη, αλλά και η αποτρεπτική τους δυνατότητα.
Μια ευκαιρία για την Ελλάδα
Η Ελλάδα στον αμυντικό τομέα, για δικούς της λόγους, βρίσκεται μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ με τις υψηλότερες συμμετοχές. Υπολογίζεται, ότι η σχετική δαπάνη για το 2024 θα ανέλθει στο 3,01% του ΑΕΠ. Συνεπώς από τις αποφάσεις δεν προκύπτει οποιαδήποτε πίεση, λόγω των γεωπολιτικών προβλημάτων στην Ευρώπη, να αλλάξει τον αμυντικό της σχεδιασμό και τον προβλεπόμενο προϋπολογισμό.
Σε πρώτη ανάγνωση, ο επανεξοπλισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιουργεί θετικές προσδοκίες και για τα ελληνικά ιδιαίτερα προβλήματα ασφάλειας. Η εξέλιξη δε προς μια ενιαία αμυντική πολιτική διαφύλαξης των ευρωπαϊκών συνόρων, μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά στις επιδιώξεις-επιβουλές επίδοξων αμφισβητιών της εθνικής μας εδαφικής κυριαρχίας.
Στον οικονομικό τομέα, είναι βέβαιο ότι δημιουργούνται σημαντικές ευκαιρίες και για τη χώρα μας, με τη συμμετοχή μας στην αξιοποίηση των κεφαλαίων που θα εισρεύσουν στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία τα επόμενα χρόνια. Έτσι, παρουσιάζεται μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναβαθμίσουμε τις παραμελημένες εθνικές μας βιομηχανίες αεροναυπηγικής, όπλων, οχημάτων και πυρομαχικών και να τις εντάξουμε σε έναν μακρόχρονο σχεδιασμό με τις ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες δραστηριοποιούνται στο χώρο με επιτυχία εδώ και δεκαετίες. Πρωταρχικής σημασίας είναι η βελτίωση των ικανοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτει η χώρα για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των νέων συστημάτων.
Είναι ανάγκη, στο πλαίσιο ενός εθνικού σχεδιασμού για την άμυνα, να δοθεί προτεραιότητα στην έρευνα και ανάπτυξη, μέσα από την οποία θα αναδειχθούν ικανά στελέχη για την επανεκκίνηση της αμυντικής μας βιομηχανίας καθώς και σχετικών Start ups ανάπτυξης αμυντικών προϊόντων και συστημάτων. Οι αναγκαίες επενδύσεις σε πρώτη φάση μπορούν να χρηματοδοτηθούν, από τα κεφάλαια που θα εξοικονομήσουμε από τη ρήτρα διαφυγής, περί το 1 δις για το 2025. Στη συνέχεια η ενσωμάτωση και συνέργεια με άλλες ευρωπαϊκές βιομηχανίες του κλάδου θα έχουν σημαντική συμβολή τόσο στη βελτίωση της παραγωγικότητας όσο και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς