Skip to main content

Μια «ευχάριστη» στρέβλωση της αγοράς ακινήτων

SOOC

Σήμερα οι συνθήκες που οδηγούν στην άνοδο των τιμών των κατοικιών είναι διαφορετικές

Πριν από τα μνημόνια, η άνοδος των τιμών των ακινήτων τροφοδοτήθηκε από την αυξημένη ζήτηση για κατοικίες, η οποία χρηματοδοτήθηκε από τον εύκολο τραπεζικό δανεισμό.

Βέβαια, σε λίγα χρόνια, μεσούσης της δημοσιονομικής κατάρρευσης, τα εν λόγω δάνεια «κοκκίνισαν» και στη συντριπτική τους πλειονότητα διατηρούν ακόμη το… χρώμα τους.

Σήμερα οι συνθήκες που οδηγούν στην άνοδο των τιμών των κατοικιών είναι διαφορετικές. Η προσφορά κατοικιών περιορίστηκε από τον θεσμό των βραχυχρόνιων μισθώσεων. Η ζήτηση από κατοίκους εξωτερικού, που αποκτούν ακίνητα είτε μέσω της «χρυσής βίζας» είτε εκτός αυτής, είναι αυξημένη. Συγχρόνως, ανατιμήθηκε αισθητά το κόστος της οικοδομής.
Όλα αυτά οδήγησαν στην εκρηκτική ανατίμηση των ακινήτων και οι τιμές τους προσεγγίζουν ή ξεπερνούν τα υψηλά της διετίας 2007-2008, όπως καταγράφουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος.

Κάπως έτσι προέκυψε το στεγαστικό πρόβλημα που εκδηλώνεται με τη δραματική αύξηση των ενοικίων και την ανατίμηση των κατοικιών, αποκλείοντας τα νέα ζευγάρια με μεσαία και μικρά εισοδήματα, που είναι η πλειοψηφία στην ελληνική κοινωνία. Σήμερα, άλλωστε, τα στεγαστικά δάνεια δεν δίδονται με την ίδια ευκολία και τα προγράμματα «Σπίτι μου» είναι σταγόνα στον ωκεανό.

Η αύξηση των αγοραίων τιμών προκαλεί και μια στρέβλωση, η οποία για την αγορά προσωρινά είναι «ευχάριστη» και οφείλεται στην αβελτηρία του υπουργείου Οικονομικών.

Οι ισχύουσες αντικειμενικές τιμές των ακινήτων προσδιορίστηκαν με βάση τις τιμές αγοράς που καταμετρήθηκαν στα τέλη του 2020. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι σήμερα οι τιμές αγοράς έχουν ανατιμηθεί κατά περίπου 50%, ενώ οι αντικειμενικές αξίες είναι παγωμένες.

Το ΥΠΕΘΟΟ, για εκλογικούς λόγους, απέφυγε να τηρήσει το χρονοδιάγραμμα της ανά διετίας αναπροσαρμογής των αντικειμενικών τιμών, όταν οι αυξήσεις ήταν ακόμη σε λογικά επίπεδα.

Καθώς δεν φαίνεται να φρενάρουν οι αγοραίες τιμές, κανείς δεν θα ήθελε να βρεθεί στη θέση του υπουργού Οικονομικών που θα αποφασίσει την επόμενη αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, όπως και στη θέση των φορολογουμένων που θα έχουν, τότε, ανοιχτές υποθέσεις με την εφορία.