Skip to main content

Αμερικανική μεταστροφή: Πώς τα ρήγματα στις Συμμαχίες αναδιαμορφώνουν την Παγκόσμια Τάξη

Ο Λυκούργος Λιακάκος

Καμία δυτική χώρα δεν επιθυμεί μια ανεύθυνη και ασυνεπή Αμερική

* Γράφει ο Λυκούργος Λιακάκος, Διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου, Επιστημονικός Διευθυντής Κέντρου Νησιωτικού και Μεσογειακού Πολιτισμού ΜΕΣΟΝΗΣΟΣ

Τελευταία, ο πλανήτης βιώνει μια εκ βάθρων ανατροπή στη σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών με τους παραδοσιακούς συμμάχους τους.

Ενώ για δεκαετίες οι ΗΠΑ υπήρξαν ο αδιαμφισβήτητος εγγυητής της ασφάλειας και της σταθερότητας σε Ευρώπη και Ασία, η πρόσφατη μεταστροφή του προέδρου Τραμπ έχει διοχετεύσει στους εταίρους της Ουάσιγκτον αβεβαιότητα και καχυποψία.

Σκληροί δασμοί εις βάρος φίλων χωρών-κλειδιά, όπως ο Καναδάς, καθώς και πάγωμα ή περικοπές σε αμυντική βοήθεια, σε συνδυασμό με μια σκληρή, κυνική, συναλλακτική γλώσσα που υπονομεύει πολυετείς συμφωνίες ασφαλείας και θεσμούς, συνθέτουν ένα τοπίο ρευστότητας και κρίσης εμπιστοσύνης.

Το σκεπτικό πίσω από την αλλαγή πλεύσης της αμερικανικής πολιτικής στηρίζεται στην, έως ένα βαθμό, δικαιολογημένη ιδέα ότι οι σύμμαχοι «χρωστούν» στις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, μεταστρέφει την Ουάσιγκτον μέσω επιθετικών κινήσεων, με σκοπό να υποχρεώσει τους συμμάχους της σε άμεσες οικονομικές και πολιτικές υποχωρήσεις.

Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν αυτή η πρακτική δύναται να αποκομίσει μακροπρόθεσμα κέρδη. Αντίθετα, η μόνιμη αστάθεια στις αποφάσεις και η απουσία ενιαίου στρατηγικού σχεδίου για την παγκόσμια ηγεσία αποσυνδέει ολοένα και περισσότερες σύμμαχες χώρες από το αμερικανικό «άρμα».

Επιπλέον, η εφαρμογή μιας συναλλακτικής, επιθετικής διπλωματίας στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ καταρρίπτει ιερές παραδοσιακές έννοιες, όπως η αλληλεγγύη και η προάσπιση των κοινών αξιών, οι οποίες καλλιεργήθηκαν την επαύριον του Β΄ ΠΠ στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες.

Αυτό προκαλεί σοβαρή ανησυχία στους εταίρους αναφορικά με την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της αμερικανικής στήριξης.

Υπό αυτό το πρίσμα, η Ευρώπη, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και άλλοι στενοί σύμμαχοι εύλογα εξετάζουν ένα «plan B» ανεύρεσης πόρων για να ενισχύσουν τη δική τους άμυνα, διευρύνοντας τις υπάρχουσες και εξετάζοντας νέες συμμαχίες.

Επιπροσθέτως, διεξάγουν μελέτες για την απεξάρτησή τους από αμερικανικές προμήθειες ή κεφάλαια, λειτουργώντας αυτόνομα.

Δεν αποκλείεται ορισμένες χώρες να προσεγγίσουν ανταγωνιστικές δυνάμεις, ως απόρροια της νέας αμερικανικής στρατηγικής, που αντιμετωπίζει τους μέχρι πρότινος φίλους της ως πιο ευάλωτους σε πιέσεις για οικονομικούς εκβιασμούς.

Η πραγματική πρόκληση έγκειται, ωστόσο, στη διαμόρφωση της ευρύτερης αρχιτεκτονικής της διεθνούς ασφάλειας και οικονομίας.

Εφόσον η Ουάσιγκτον εξακολουθήσει να «τιμωρεί» τα πιο κοντινά (και με μεγαλύτερη επιρροή) σε εκείνη κράτη και ταυτόχρονα να «χαϊδεύει» τους μεγάλους ανταγωνιστές της, κινδυνεύει να διαλύσει συστήματα και θεσμούς, που στήριξαν μεταπολεμικά την πρωτοκαθεδρία της.

Η παραπάνω επισφαλής «τακτική του ταραχοποιού» κινδυνεύει να υποπέσει σε διπλωματικό κενό, το οποίο θα σπεύσει να καλύψει πρόθυμα η Κίνα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, η Ρωσία.

Οι σύμμαχοι οφείλουν να αντιδράσουν συντονισμένα. Καταρχάς, αναζητώντας συγκλήσεις στο πεδίο της άμυνας και της οικονομίας. Ασκώντας συλλογική δράση με τη δημιουργία ευρύτερων εμπορικών συμφωνιών και κοινών αμυντικών εγχειρημάτων, αφενός λειτουργούν ως μοχλός πίεσης, και αφετέρου φανερώνουν αποφασιστικότητα ότι δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από τις ΗΠΑ.

Επίσης, υιοθετώντας από κοινού έρευνα και ανάπτυξη υψηλής τεχνολογίας, καθώς και συμμετοχή σε κοινά εξοπλιστικά προγράμματα, θα αποκτήσουν στρατηγικά πλεονεκτήματα και ανθεκτικότητα στις αμερικανικές πιέσεις. Όμως, τα παραπάνω απαιτούν προσεκτική διπλωματική στάθμιση με στόχο τη μη ρήξη με τις ΗΠΑ, αλλά την οικοδόμηση μιας πιο ισότιμης και ισοβαρούς σχέσης. Ομοίως, μια υπερβολική προσέγγιση με αναθεωρητικές δυνάμεις (Ευρώπη-Τουρκία) ενέχει τον κίνδυνο να πυροδοτήσει νέες αστάθειες.

Εν κατακλείδι, καμία δυτική χώρα δεν επιθυμεί μια ανεύθυνη και ασυνεπή Αμερική. Άλλωστε, έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι η ηγετική θέση των ΗΠΑ σε συμμαχικούς σχηματισμούς, όπως το ΝΑΤΟ, αποτρέπει συγκρούσεις και προάγει την ασφάλεια. Εντούτοις, η αξιοπιστία κερδίζεται με σταθερές δεσμεύσεις και αμοιβαίες υποχωρήσεις – όχι με αλλοπρόσαλλες πιέσεις και βραχυπρόθεσμες τακτικές.

Η επόμενη μέρα διαφαίνεται να στηρίζεται σε μια πολυπολική ισορροπία. Η, δυστυχώς για τους πολίτες της, πολιτικά αδύναμη και χαμηλών αντανακλαστικών Ευρώπη συζητά με σημαντική καθυστέρηση τη δυνητική σύσταση ενός κοινού αμυντικού βραχίονα.

Αντί, από την οπτική των αξιών και της ταυτότητάς της, να προωθήσει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, εστιάζεται στη Ρωσία, ενώ οι απειλές ποικίλουν στα σύνορά της. Στην Ασία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα εντείνουν τη συνεργασία τους απέναντι στην κινεζική και τη βορειοκορεατική απειλή.

Ωστόσο, καμία από αυτές τις κινήσεις δεν δύναται να αποκλείσει την Αμερική. Αντίθετα, θα πρέπει να προχωρήσουν εντός πλαισίων μιας πιο ισχυρής και συμπεριληπτικής συνεννόησης.

Η «επιστροφή» των ΗΠΑ σε μια πιο εποικοδομητική εξωτερική πολιτική, λιγότερο τιμωρητική και συναλλακτική προς τους συμμάχους τους, είναι επιβεβλημένη.

Με την Κίνα να εποφθαλμιά την παγκόσμια κυριαρχία στο πλαίσιο των 100 χρόνων της ΛΔΚ, θέτοντάς την ως στρατηγικό της στόχο, δεν αφήνει περιθώριο για εφησυχασμό στην Ουάσιγκτον.

Οι εταίροι της, προχωρώντας προς την αυτονομία, μετατρέπονται από προβλέψιμους σε αναγκαίους συμμάχους.

Όντας, συνεπώς, ισχυρότεροι, θα είναι καλύτερα προετοιμασμένοι να διαπραγματευτούν επί ίσοις όροις και να διαφυλάξουν αποτελεσματικότερα τα συμφέροντά τους.