Skip to main content

Εξουσία χωρίς ανάχωμα

REUTERS/Kevin Lamarque

Οι διοικητικές διαδικασίες λειτουργούν αποκλειστικά στη βάση των πιστών και αναλώσιμων συνεργατών

Η πολιτική σταδιοδρομία του Τραμπ δεν μπορεί να αναλυθεί μέσα από τους κλασικούς όρους διακυβέρνησης. Δεν είναι ένας συνηθισμένος λαϊκιστής, ούτε ένα τυπικό αυταρχικό πολιτικό πρόσωπο. Ακολουθεί τον πατρογονισμό (στην αγγλική: patrimonialism) – ένα μοντέλο εξουσίας που βασίζεται στις προσωπικές σχέσεις και στη διάβρωση των θεσμών υπέρ της απόλυτης εξουσίας του πολιτικού αρχηγού.

Σε αυτό το μοντέλο, οι αποφάσεις παύουν να λαμβάνονται στη βάση θεσμικών κανόνων και οι διοικητικές διαδικασίες λειτουργούν αποκλειστικά στη βάση των πιστών και αναλώσιμων συνεργατών – θυμίζει το φαινόμενο των «χρήσιμων ηλιθίων», όπου οι διορισμένοι προωθούν την ατζέντα ισχυρότερων παικτών, χωρίς να αντιλαμβάνονται πλήρως τον ρόλο τους στο πολιτικό παιχνίδι. Ο Φουκουγιάμα στο έργο του The Origins of Political Order επισημαίνει ότι ο πατρογονισμός είναι μια φυσική τάση των κοινωνιών όταν οι θεσμοί καταρρέουν. Η πολιτική ύπαρξη του Τραμπ βασίζεται στο συνεχές της μεθοδικής διαμόρφωσης ενός αφηγήματος όπου η αλήθεια είναι ρευστή και η πραγματικότητα κατασκευάζεται κατά το δοκούν.

Η πολιτική της αποδόμησης

Παράλληλα με την εντατική προσπάθεια συγκέντρωσης εξουσιών στο πρόσωπό του, ο Τραμπ φροντίζει με κάθε ευκαιρία να γνωστοποιεί την πρόθεσή του να ανατρέψει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Η πρόσφατη συνάντησή του με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο βλέπει τις διεθνείς σχέσεις. Παρουσιάζοντας έναν αγνώμονα και αυθάδη Ζελένσκι στους «πατριώτες» αμερικανούς που τον ψήφισαν, κερδίζει ακόμα περισσότερο την αγάπη τους. Παρουσιάζοντας ένα δωμάτιο γεμάτο με τους αυλικούς του να ανταγωνίζονται σε δουλικότητα, κάνει επίδειξη ισχύος απέναντι στη Δύση. Η πρόσφατη κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, η ανάρτηση Μασκ που καλεί τις ΗΠΑ να σταματήσουν την οικονομική στήριξη προς την ευρωπαϊκή άμυνα και η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη δικαιοσύνη αποτελούν μερικές μόνο από τις ενδείξεις ότι το πολιτικό τοπίο των ΗΠΑ εισέρχεται σε μια κατάσταση όπου η διακυβέρνηση ταυτίζεται μάλλον εξ’ολοκλήρου με την πολιτική επιβίωση του ίδιου του Τραμπ.

Η τοποθέτηση του Μασκ δεν είναι απλώς οικονομική πρόταση, αλλά μια στρατηγική προέκταση της MAGA ατζέντας, η οποία επιδιώκει να αποδομήσει τις μεταπολεμικές συμμαχίες και να διαμορφώσει μια νέα αρχιτεκτονική εξωτερικής πολιτικής βασισμένη σε απομονωτισμό και οικονομικό εθνικισμό. Με την ανοιχτή στήριξη μεγάλων τεχνολογικών και επιχειρηματικών παραγόντων, ο Τραμπ όχι μόνο υιοθετεί αυτή τη ρητορική, αλλά τη μετατρέπει σε κυβερνητική στρατηγική, προβάλλοντας την απόσυρση των ΗΠΑ από εδραιωμένες συμμαχίες ως απάντηση στο (σύμφωνα με τον ίδιο) «διεφθαρμένο κατεστημένο».

Στο πλαίσιο αυτό, η επικοινωνιακή στρατηγική του βασίζεται λιγότερο στην παραδοσιακή προπαγάνδα και περισσότερο στην οικοδόμηση μιας παράλληλης πραγματικότητας με τη χρήση AI, όπου κάθε κρίση που καλείται να αντιμετωπίσει (αφού ο ίδιος πρώτα δημιούργησε), παρουσιάζεται ως απόδειξη ότι το «κακό σύστημα» επιδιώκει να τον καταστρέψει. Αυτή η τακτική έχει διττή λειτουργία: αφενός, συσπειρώνει τη βάση του, προσφέροντάς της μια υπερρεαλιστική εκδοχή του κόσμου όπου ο ίδιος είναι ο απόλυτος κυρίαρχος· αφετέρου, υπονομεύει την ίδια την έννοια της αντικειμενικής πληροφόρησης, ενισχύοντας το αφήγημα ότι «τίποτα δεν είναι αλήθεια» και ότι όλα είναι απλώς ζήτημα οπτικής.

Οι συσχετισμοί

Στο πλαίσιο του νέου μοντέλου διοίκησης του Τραμπ, στον απόηχο του ναζιστικού χαιρετισμού του Έλον Μασκ στην ορκωμοσία του πρώτου και μετά την κατηγορία/απειλή του Τραμπ έναντι Ζελένσκι ότι σπρώχνει τα πράγματα προς έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εξετάσουμε τις στρατηγικές που ακολουθήθηκαν την περίοδο του Β’ Π.Π στη Γερμανία. Οι βιομηχανίες και το τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας έπαιξαν καθοριστικό ρόλο· πολλοί από τους μεγαλύτερους γερμανούς βιομήχανους χρηματοδότησαν και προσαρμόστηκαν στη ναζιστική ατζέντα με σκοπό να ελέγξουν μελλοντικές κινήσεις για ίδιον όφελος.

Στην Αμερική του σήμερα, η ομάδα της Σίλικον Βάλεϊ που πλαισιώνει τον Τραμπ, χρησιμοποιεί την τεχνολογική και επικοινωνιακή της ισχύ για να εδραιώσει ένα νέο μοντέλο εξουσίας, όπου πολιτική και ιδιωτικός τομέας συγχωνεύονται. Οι άλλοτε εκφραστές του φιλελεύθερου καπιταλισμού, πλέον αισθάνονται ότι τα συμφέροντά τους απειλούνται από τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη και στοιχίζονται πίσω από την MAGA ατζέντα. Είναι αμφιλεγόμενο κατά πόσο στηρίζουν τον Τραμπ λόγω πραγματικής ιδεολογικής ταύτισης – για την ακρίβεια, είναι αμφιλεγόμενο κατά πόσο και ο ίδιος ο Τραμπ ταυτίζεται ιδεολογικά με τον εαυτό του — αλλά αυτή είναι μια διαφορετική συζήτηση.

Βέβαια η συμμαχία αυτή δεν έχει μόνο οικονομικά ή πολιτικά κίνητρα· αντλεί από ένα βαθύτερο πολιτισμικό υπόβαθρο, όπου έννοιες όπως η αρρενωπότητα ή η αριστεία επαναπροσδιορίζονται μέσα στο πλαίσιο του κοινωνικού δαρβινισμού, στο οποίο οι -πλέον- σύμμαχοι του Τραμπ κινούνται ιδεολογικά. Έτσι κι αλλιώς, οι διακρίσεις και οι ανισότητες αποτελούν διαχρονικά κομμάτι της Σίλικον Βάλεϊ, αλλά για χρόνια κρύβονταν πίσω από αφηγήματα περί αξιοκρατίας.

Ο αυταρχισμός δεν επανέρχεται απλώς, επανακάμπτει και εξελίσσεται – είναι πλέον και τεχνολογικά εξοπλισμένος. Το σίγουρο είναι ότι ο Τραμπ αποτελεί εργαλείο στα χέρια των σύγχρονων οικονομικών και τεχνολογικών κολοσσών που αναζητούσαν έναν πολιτικό αρχηγό πρόθυμο να τους εξυπηρετήσει. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ωστόσο ποιος (πιστεύει ότι θα) έχει μεγαλύτερη επιρροή στον άλλο. Άλλωστε, είναι η πρώτη φορά που αναλαμβάνει την πολιτική εξουσία κάποιος που μέχρι πρότινος κινούσε τα νήματα μέσω της οικονομικής. Και αν η ιστορία έχει κάτι να μας διδάξει, είναι ότι οι συμμαχίες αυτές δεν τελειώνουν ποτέ όπως ξεκίνησαν.

Πώς (δεν) νικιέται ο πολιτικός αβανγκαρντισμός

Ο τρόπος που λέμε κάτι έχει συχνά μεγαλύτερη σημασία από το ίδιο το μήνυμα. Στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ, ο Τραμπ και το επιτελείο του, βρίσκοντας έδαφος σε μια διχασμένη κοινωνία, ανατρέπουν ολόκληρο το σύστημα διακυβέρνησης μέσω της επικοινωνιακής τους επιθετικότητας. Αντίθετα, οι Δημοκρατικοί αυτοπεριορίστηκαν και τελικά εγκλωβίστηκαν σε μια ατζέντα πολιτικής ταυτοτήτων και πολιτικής ορθότητας, επιτρέποντας στον Τραμπ να μονοπωλεί το δημόσιο διάλογο.

Αν όμως υπάρχει μια αχίλλειος πτέρνα για εκείνον, αυτή δεν βρίσκεται στην εκκεντρικότητά του – που συχνά λειτουργεί υπέρ του – αλλά στη διαφθορά του. Όσο η αντιπολίτευση συνεχίζει να του επιτίθεται στα σημεία που τον ενισχύουν, τόσο θα τον καθιστά πιο ανθεκτικό.

Η πραγματική αδυναμία του βρίσκεται εκεί όπου προδίδει όσα ο ίδιος ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει. Αν υπάρχει ένας τρόπος να αντιμετωπιστεί, είναι να αναγκάζεται διαρκώς να λογοδοτεί απέναντι στις ίδιες τις αντιφάσεις του, στις αξίες που επικαλείται, και εκεί όπου η Αμερική – παρά τις εσωτερικές της διαφορές, μπορεί ίσως ακόμη να μιλήσει στη βάση ενός κοινού αξιακού κώδικα.

Αυτό απαιτεί αμφίδρομη προσπάθεια και την συνειδητοποίηση γύρω από την οποία περιστρέφονται πολλά επιχειρήματα στο βιβλίο Hillbilly Elegy: «Καμία πολιτική (ενν.: policy) δεν μπορεί να αλλάξει μια βαθιά ριζωμένη και επιβλαβή νοοτροπία, αν οι ίδιοι οι άνθρωποι που ζουν μέσα σε αυτή δεν είναι διατεθειμένοι να την αμφισβητήσουν και να την αναθεωρήσουν». Γυρνώντας στις αντιφάσεις που αναφέρθηκαν λίγο παραπάνω — ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου επρόκειτο οκτώ χρόνια μετά να γίνει το δεξί χέρι του Τραμπ και αντιπρόεδρος των ΗΠΑ.

*Η Ειρήνη Φρυγανά είναι σύμβουλος επικοινωνίας.