Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
«Η Ευρωζώνη, μία κοινότητα χωρίς σύνορα, που απολαμβάνει ειρήνη, είναι το πιο ανιαρό θαύμα επί γης» σχολίαζαν κάποτε οι New York Times. Μόνο ανιαρές δεν είναι οι εξελίξεις τα τελευταία χρόνια στους κόλπους της νομισματικής ένωσης. Και αυτό γιατί πληθαίνουν εκείνοι που αμφισβητούν το θαύμα.
Πρώτοι από όλους οι Ιταλοί, όπως προκύπτει και από τα πρόσφατα αποτελέσματα της κάλπης. Αν και η εμπιστοσύνη τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει ψηλά όπως μαρτυρούν μετρήσεις της κοινής γνώμης, εκείνη στο ενιαίο νόμισμα έχει εδώ και καιρό χαθεί. Ακόμη και οι πλέον ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις στη χώρα αναγνωρίζουν ότι μία μονομερή έξοδος θα ήταν καταστροφική. Ωστόσο προωθούν με θέρμη το σενάριο που θέλει μία συμφωνημένη μεταξύ των μελών διάλυση, στηριζόμενη στο επιχείρημα ότι το ευρώ δεν ήταν κέρδος, αλλά βάρος. Το ενιαίο νόμισμα δεν είναι «μη αναστρέψιμο», φωνάζουν. Έχουν δίκιο να θεωρούν ότι από τη συμμετοχή τους στη νομισματική ένωση βγήκαν χαμένοι; Και εάν ναι, η λύση είναι μία συντονισμένη επιστροφή στα εθνικά νομίσματα;
Θερμή υποδοχή
Οι Ιταλοί δεν ήταν πάντα ευρωσκεπτικιστές. Αντιθέτως, όταν δημιουργήθηκε η Οικονομική και Νομισματική Ένωση ήταν από τα πλέον ενθουσιώδη μέλη. Η στήριξη ήταν διακομματική, ενώ όλες οι πολιτικές δυνάμεις επιχείρησαν να πιστωθούν την είσοδο στη ζώνη του ευρώ. Ο κεντροαριστερός συνασπισμός της Ελιάς ήταν εκείνος που προετοίμασε και υπέγραψε την ένταξη ως «νέο όραμα προόδου». Εκσυγχρονιστές, πρώην μαρξιστές, μετριοπαθείς και μη, όλοι στους κόλπους του κυβερνητικού συνασπισμού, παρά τις όποιες διαφωνίες τους, πίστευαν στο ευρωπαϊκό εγχείρημα και τα οφέλη του. Το ίδιο και η Κεντροδεξιά. Όταν το 2001 ανήλθε στην εξουσία ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, έσπευσε να επισημάνει ότι η συμμετοχή στην ΟΝΕ δεν θα είχε επιτευχθεί χωρίς την υπεύθυνη στάση της Forza Italia. Kαι ένα χρόνο αργότερα, με το ενιαίο νόμισμα να έχει μόλις τεθεί σε κυκλοφορία, ο «καβαλιέρε» διακήρυττε: «Το ευρώ λειτουργεί. Αυτή είναι μία αδιαμφισβήτητη αλήθεια». Λίγοι μπορούσαν να προβλέψουν τότε ότι θα φτάσει η μέρα που θα την αμφισβητήσουν οι σύμμαχοί του.
Σύμβολο σταθερότητας
Για τους Ιταλούς η συμμετοχή στον πυρήνα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος ήταν σύμβολο εκσυγχρονισμού και σταθερότητας: οικονομικής, νομισματικής και πολιτικής. Και εξακολουθούσε να είναι ακόμη και όταν η κρίση χτύπησε την πόρτα της. Το 2009, με τις περισσότερες οικονομίες του ευρώ να είναι βυθισμένες σε ύφεση, η ιταλική κυβέρνηση αναγνώριζε: «Εάν η Ευρώπη έχει σήμερα τη δυνατότητα να απαντήσει αποτελεσματικά στη χρηματοπιστωτική κρίση, αυτό οφείλεται στη σταθερότητα του ευρώ και στους ενιαίους κανόνες».
Όσο, ωστόσο, προχωρούσε η κρίση και φούσκωνε το δημόσιο χρέος, τόσο ενισχύονταν και οι φωνές που υποστήριζαν πως μία ανεξάρτητη νομισματική πολιτική (και μία υποτίμηση) θα έδινε τη δυνατότητα πολύ μεγαλύτερης ευελιξίας, τόνωσης των επενδύσεων και ισχυρότερων ρυθμών ανάπτυξης.
Το τέλος της σχέσης αγάπης των Ιταλών με το ευρώ ήρθε μάλλον τον Αύγουστο του 2011. Τότε, με επιστολή της στην ιταλική κυβέρνηση η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υπό τον Ζαν Κλοντ Τρισέ απαίτησε αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, περικοπές δαπανών και μεταρρυθμίσεις, προειδοποιώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση θα σταματήσει να αγοράζει τα ιταλικά ομόλογα. Η παρέμβαση εκείνη θεωρήθηκε από πολλούς ότι υπερβαίνει κατά πολύ τον ρόλο της κεντρικής τράπεζας, ότι συνιστά άσκηση πολιτικής πρωτίστως πίεσης. Τον Νοέμβριο εκείνου του έτους συγκροτήθηκε κυβέρνηση τεχνοκρατών υπό τον Μάριο Μόντι – ένα πρόσωπο που τύγχανε ευρύτατης αποδοχής και σεβασμού. Ο Μπερλουσκόνι έκανε λόγο για «πραξικόπημα» και απ’ ό,τι έδειξαν τα επόμενα χρόνια δεν ήταν ο μόνος που το έβλεπε έτσι.
Η παγίδα των χαμηλών επιτοκίων
Όσο για το χρέος, η Ιταλία έπεσε στην παγίδα του φθηνού δανεισμού, όπως ακριβώς και η Ελλάδα. Κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘90 οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων δεκαετούς διάρκειας της Γερμανίας, της Γαλλίας και άλλων ισχυρών οικονομιών του ευρώ κινούνταν στο 5% με 8%. Το κόστος δανεισμού για τον Νότο ήταν πολύ υψηλότερο, με τις αποδόσεις ιταλικών και πορτογαλικών ομολόγων να κινούνται μεταξύ 11% και 18%. Όσο πλησιάζαμε προς το 1999 η σύγκλιση στο επίπεδο του κόστους δανεισμού ήταν εντυπωσιακή, την ώρα που οι αποκλίσεις και οι ανισορροπίες στα άλλα πεδία επέμεναν. Αρκετοί αναλυτές έχουν συγκρίνει την παγίδα του φθηνού χρέους με εκείνη της ανακάλυψης ενός πλουτοπαραγωγικού πόρου (γνωστής και ως «ολλανδικής ασθένειας»), η οποία κάνει τις κυβερνήσεις να εφησυχάζουν και να αποφεύγουν την όποια οικονομική μεταρρύθμιση έως ότου φτάσουν στην κρίση.
Οι ανισορροπίες και το χαμένο Όμικρον
Ακόμη και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του ευρωπαϊκού εγχειρήματος παραδέχονται τα κατασκευαστικά λάθη της Ευρωζώνης, η οποία έως και σήμερα -και παρά τα όσα βήματα έγιναν τα τελευταία χρόνια- εξακολουθεί να είναι εν πολλοίς μία νομισματική, αλλά όχι οικονομική ένωση. Το Ο στο ΟΝΕ δεν δικαιολογείται, σχολιάζεται συχνά.
Δεν υπάρχει ενιαίο υπουργείο Οικονομικών, ούτε βεβαίως δημοσιονομικές μεταβιβάσεις και κοινή έκδοση χρέους, όπως συμβαίνει στις πραγματικές οικονομικές ενώσεις. Αυτό έχει στοιχίσει στους λεγόμενους αδύναμους κρίκους, μεταξύ των οποίων είναι και η Ιταλία, παρά το γεγονός ότι είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ζώνης.
Η απόφαση για την ΟΝΕ ήταν πρωτίστως πολιτική, δεν είχαμε να κάνουμε με την εφαρμογή μιας θεωρίας περί άριστων νομισματικών ζωνών. Προϋπόθεση δε για τη δημιουργία ήταν να πειστεί η Γερμανία του ισχυρού μάρκου να συμμετάσχει. Για να πει το «ναι» η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης απαίτησε το αντάλλαγμα της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφάλισε ότι δεν θα υπάρχει δυνατότητα οικονομικής στήριξης των αδυνάτων. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει τα τελευταία χρόνια στις εκθέσεις παραδεχθεί τις έντονες ανισορροπίες και την αδυναμία σύγκλισης.
Όπως εξηγεί, την πρώτη οκταετία της νομισματικής ένωσης το κόστος εργασίας αυξήθηκε σε ορισμένα κράτη-μέλη, γεγονός που κατέστησε τα προϊόντα τους πιο ακριβά και περιόρισε την ανταγωνιστικότητά τους, οδηγώντας σε αρνητικό ισοζύγιο πληρωμών έναντι όσων διατήρησαν το κόστος εργασίας σταθερό ή και το μείωσαν (βλέπε Γερμανία). Οι ευθύνες βαρύνουν και τους μεν και τους δε. Οι ισχυροί δεν θα μπορούσαν να διατηρούν τους μισθούς υπό πίεση και να στηρίζονται στις εξαγωγές χωρίς τα ελλείμματα των «κακών μαθητών» και το αντίστροφο. Αυτό που έχει γίνει πλέον αντιληπτό είναι πως η σταθερότητα ενός νομίσματος δεν είναι αρκετή. Η λύση όμως δεν μπορεί να είναι η διάλυση. Αλλά τα βήματα προς ουσιαστική ολοκλήρωση. Μένει να φανεί εάν οι Ευρωπαίοι τολμούν να τα κάνουν.
Οι πιέσεις στα νοικοκυριά και η χαμηλή παραγωγικότητα
Σε αναλύσεις για τους κερδισμένους και τους χαμένους του ευρώ η Ιταλία συγκαταλέγεται συχνά στους δεύτερους.Καθ’ όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στη νομισματική ένωση παρουσίαζε πολύ χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τη Γερμανία, τη Γαλλία και άλλα μέλη.
Κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης βίωσε μια βαθύτατη ύφεση, η οποία και αποτυπώθηκε και στη συρρίκνωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών.Το Bloomberg έχει υπολογίσει ότι το 2016 η Ιταλία ήταν το μόνο μέλος της ζώνης του ευρώ που είχε δει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ του να συρρικνώνεται σε σχέση με τα επίπεδα του 1998.
Συγκεκριμένα, σε αυτό το διάστημα το ΑΕΠ της Ιταλίας μεγεθύνθηκε μόλις κατά 6,2%, ενώ ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατά 6,6%.Έτσι, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έμεινε 0,4% μικρότερο.Στο ίδιο διάστημα η Γερμανία είδε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της να κάνει άλμα 26,1%.Οι ευρωσκεπτικιστές επικαλούνται συχνά τα στοιχεία αυτά, όπως και εκείνα για το δημόσιο χρέος, που υπερβαίνει το 130% του ΑΕΠ και είναι το δεύτερο υψηλότερο μετά της Ελλάδας, προκειμένου να υποστηρίξουν ότι η Ιταλία θα ήταν καλύτερα εκτός της νομισματικής ένωσης.
Αρκετοί οικονομολόγοι, ωστόσο, επισημαίνουν πως το πραγματικό πρόβλημα της Ιταλίας, διαχρονικά, δηλαδή τόσο πριν όσο και μετά την ένταξη, είναι η απογοητευτικά χαμηλή παραγωγικότητα.Για την τόνωσή της απαιτούνται μεταρρυθμίσεις, που η ΟΝΕ σε καμία περίπτωση δεν εμπόδισε. Ήταν θέμα πολιτικής βούλησης.