Αντί προλόγου:
«Θέλω ειλικρινά να ζητήσω συγγνώμη από όλους αυτούς τους ανθρώπους, που έχασαν τα παιδιά τους, τους δικούς τους. Όχι επειδή είχα ποτέ αρμοδιότητα για τα τρένα, αλλά επειδή υπήρξα βουλευτής αυτού του κοινοβουλίου επί πολλά χρόνια. Και στο μερίδιο που μου αναλογεί, έχω την ευθύνη ότι η Ελλάδα δεν απέκτησε επί πάρα πολλά χρόνια έναν ασφαλή σιδηρόδρομο».
Πρόκειται για απόσπασμα από την ομιλία της Ντόρας Μπακογιάννη στη Βουλή επί της πρότασης δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης. Ένα απόσπασμα που αναρτήθηκε στο λογαριασμό της κυρίας Μπακογιάννη στο X και δείχνει, αν μη τι άλλο, σεβασμό προς τις οικογένειες των θυμάτων και ενσυναίσθηση της πολιτικής κατάστασης. Δείχνει ότι η κυρία Μπακογιάννη κατάλαβε και δεν κρύφτηκε πίσω από μια «στεγνή και αποστειρωμένη» ομιλία.
Κάτι ανάλογο, ίσως να περίμενε η ελληνική κοινωνία, από τον ίδιο τον πρωθυπουργό της χώρας, τον αδερφό της, Κυριάκο Μητσοτάκη. Μια κοινωνία που τόσο μαζικά διαδήλωσε στις 28 Φεβρουαρίου, ημέρα που συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από το τραγικό δυστύχημα που στοίχισε τη ζωή σε 57 αθώες ψυχές, ζητάει το λιγότερο μια συγνώμη.
Μια συγγνώμη ως αφετηρία για την περαιτέρω συζήτηση που πρέπει να γίνει. Μια συγνώμη για αρχή και μετά ασφαλώς και να αναζητηθούν και να αποδοθούν ευθύνες. Μια συγνώμη που έχει αξία, που αν συνοδεύεται από ειλικρίνεια, έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία. Μια συγνώμη όμως, που δεν δόθηκε από τον επικεφαλής της σημερινής Κυβέρνησης και κάνει ακόμα πιο δυσμενές το τοπίο.
Η πρόταση δυσπιστίας μπορεί να ξεπεράστηκε από την Κυβέρνηση εντός του Κοινοβουλίου. Όμως η έλλειψη ενσυναίσθησης και στοιχειώδους αντίληψης της πραγματικότητας, δύσκολα ξεπερνιέται. Όταν μάλιστα απουσιάζει και η ευγένεια για να ζητηθεί έστω μια συγνώμη, τότε απλώς η σχέση με την Κοινωνία διαρρηγνύεται ολοκληρωτικά. Κοινώς, το «γυαλί ραγίζει». Και δυστυχώς ή ευτυχώς, το γυαλί δεν κολλάει ξανά.