Η εικόνα χαρακτηριστική. Όταν ο πρόεδρος της Βουλής, Νικήτας Κακλαμάνης, ανακοίνωνε την ανάδειξη του Κωνσταντίνου Τασούλα στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα, όλα τα έδρανα των βουλευτών της αντιπολίτευσης ήταν κενά.
Στην Ολομέλεια είχαν παραμείνει μόνο οι βουλευτές της ΝΔ, μαζί με τον πρωθυπουργό, για να ακούσουν το επίσημο αποτέλεσμα και να επισφραγίσουν την ολοκλήρωση της διαδικασίας με ένα θερμό χειροκρότημα.
Αυτό το αποκλειστικά «γαλάζιο» χειροκρότημα ήρθε ως συνέπεια της απόφασης του Κυριάκου Μητσοτάκη να προτείνει για τη θέση ένα πρόσωπο από τον κομματικό πυρήνα, κόντρα στις επί μήνες διαρροές, αλλά και σε μία πολιτική παράδοση 30 ετών στη χώρα, για επιδίωξη μέγιστης διακομματικής συναίνεσης. Ήταν μία απόφαση οπωσδήποτε άτολμη, που κατέδειξε με τον πλέον εμφατικό τρόπο ποιους φοβάται εκλογικά ο πρωθυπουργός.
Ή έγνοιά του ήταν να σηματοδοτήσει την «επιστροφή στις ρίζες» και να βάλει φρένο σε εκροές ψηφοφόρων προς τα δεξιά – κριτήριο που δεν συνάδει με την επιλογή του ΠτΔ. Όσο και εάν συνηθίζουμε να λέμε ότι ο ρόλος είναι «διακοσμητικός» πρόκειται για το πρόσωπο, που είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος και καλείται να προστατεύσει τη συνταγματική τάξη.
Ο κ. Τασούλας θα δείξει στην πράξη το πώς αντιλαμβάνεται τον νέο του ρόλο. Πριν όμως δώσει τα πρώτα δείγματα γραφής, θα έχουμε μάλλον δει ακόμη μία κίνηση του πρωθυπουργού με στόχο το φρένο στις διαρροές προς δεξιά: τον ανασχηματισμό. Υποψήφιοι προς αποχώρηση, φαβορί για είσοδο ή αναβάθμιση, καραμπόλες – τα σενάρια πλέον καθημερινά. Για τις τελικές αποφάσεις του όμως ο πρωθυπουργός καλό θα ήταν αντί να κοιτάξει πώς θα θωρακίσει τις πόρτες στο κόμμα του, να δει πώς θα ανοίξει παράθυρο στην κοινωνία. Μία κοινωνία που σήμερα δηλώνει στις έρευνες γνώμης πως δεν εμπιστεύεται ούτε την εκτελεστική εξουσία ούτε τη Δικαιοσύνη.