Περί ανταγωνισμού ο λόγος, λαμβάνοντας ως αφορμή τα όσα συνέβησαν προ ημερών μεταξύ των big techs στις ΗΠΑ και της κινεζικής DeepSeek. Διότι, ας μη γελιόμαστε, πέρα κι έξω από κάθε διάθεση προστατευτισμού, περιοριστικών ή τιμωρητικών μέσων, σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά ο ανταγωνισμός όχι μόνο δεν κάμπτεται, αλλά καθίσταται ισχυρότερος, καθότι αποτελεί το μοναδικό μέσο επικράτησης ή και επιβίωσης ορισμένων εταιρειών. Μόνο ο ανταγωνισμός επιτρέπει σε μια εταιρεία-«Δαβίδ» να αντιμετωπίσει στα ίσα έναν… Γολιάθ.
Σε μικρότερη κλίμακα, όπως για παράδειγμα σε μία εθνική αγορά, και για να είμαστε πιο ακριβείς στην ελληνική αγορά, δυστυχώς ο ανταγωνισμός εύκολα κάμπτεται. Αν και μονοπώλια δύσκολα συναντώνται στη χώρα μας, τα ολιγοπώλια τείνουν να καταστούν κανόνας σε αρκετούς από τους βασικότερους κλάδους της οικονομίας.
Τι σημαίνει, όμως, για μία αγορά να χάνει το πλεονέκτημα (διότι περί πλεονεκτήματος πρόκειται) του ανταγωνισμού; Σημαίνει υπερσυγκέντρωση δυνάμεων σε λίγους, έλεγχο ή και επιβολή τιμών, εναρμόνιση πρακτικών, ανατιμήσεις σε αγαθά και υπηρεσίες, άσκηση πληθωριστικών πιέσεων, εμπόδια εισόδου νέων παικτών, όπως και αποκλεισμός υφιστάμενων, μείωση επενδυτικών ροών, απαξίωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, επιβράδυνση της εξελικτικής πορείας της οικονομίας.
Ο ανταγωνισμός αποτελεί καταλύτη για την εξέλιξη του επιχειρείν και όποιος επιμένει να στερεί από την αγορά ένα από τα βασικότερα στοιχεία του DNA της, είναι σαν να την αποδομεί ή να τη δομεί στρεβλά, προς όφελος των λίγων, στραγγαλίζοντας οικονομικά τους πολλούς, αλλά και τους καταναλωτές που συντηρούν την αγορά. Με άλλα λόγια, απουσία ανταγωνισμού σημαίνει «κανιβαλισμός».