Είκοσι τρεις μήνες μετά, επιστρέφει δυναμικά το έγκλημα των Τεμπών -χρησιμοποιώ τον όρο της Εξεταστικής Επιτροπής-, φουσκώνει και αλλάζει ο όγκος του.
Δεν είναι μόνο οι χιλιάδες, που συγκεντρώθηκαν στο Σύνταγμα και άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας και του εξωτερικού, που αιφνιδίασαν και θορύβησαν όσους φρικτά τους υποτίμησαν.
Δεν είναι μόνο το ηχητικό ντοκουμέντο από κλήσεις στο 112, που βγήκε στη δημοσιότητα τις προηγούμενες μέρες, αποκαλύπτοντας δραματικές στιγμές που βίωσαν ορισμένα θύματα μετά τη σύγκρουση.
Δεν είναι μόνο ότι έχουν περάσει δύο χρόνια και δεν έχουμε ακόμη την απάντηση για το τι μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία, ενώ μέσα σε έναν χρόνο και κάτι το πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής, δηλαδή της κυβερνητικής πλειοψηφίας, αποφάνθηκε ότι ουδείς πολιτικός ευθύνεται.
Δεν είναι μόνο ότι δεν ξέρουμε το κίνητρο για την εκχωμάτωση και επιχωμάτωση του τόπου του εγκλήματος, αλλά ούτε τι γίνεται με τη σχετική δικογραφία, που αναπαύεται στη Βουλή.
Δεν είναι μόνο ότι μία αόρατη χείρα εξαφάνισε το βιντεοληπτικό υλικό για την πορεία της εμπορικής αμαξοστοιχίας, κυρίως σε ό,τι αφορά την έναρξη της πορείας της από τον σταθμό της Θεσσαλονίκης, και η κατεπείγουσα έρευνα διατάχθηκε μόλις τον περασμένο Νοέμβριο.
Δεν είναι μόνο η απορία γιατί δεν κατάσχεσε άμεσα τα βίντεο η αστυνομία.
Δεν είναι μόνο η καθυστερημένη αναζήτηση και το λάθος υλικό που οι αρμόδιοι έστειλαν στο ανακριτικό.
Δεν είναι μόνο η συρραφή τόσων συμπτώσεων. Είναι που υποστηρίζουν ότι δεν είμαστε ενημερωμένοι, στο συναίσθημα βουτηγμένοι, από τη συνωμοσιολογία θολωμένοι και με την αργοπορία θυμωμένοι. Τα λέω καλά, κύριε υπουργέ;
Δεν είναι η ταχύτητα. Είναι η ποιότητα, που καίει τα φορτία βιωμένης πραγματικότητας. Το πόρισμα του ΕΜΠ μπορεί να βάλει τέλος στη βεβαιότητα των επίσημων πορισμάτων για τα έλαια σιλικόνης, αλλά όχι στη διάχυτη αίσθηση ότι η κάθαρση δεν ζυγώνει.