Η προαγωγή στην επόμενη τάξη στο Λύκειο είναι πολύ εύκολη. Όλοι περνούν στην επόμενη τάξη ανεξάρτητα από την προσπάθεια που κατέβαλαν στη διάρκεια της χρονιάς και τελικά φτάνουν μέχρι το απολυτήριο Λυκείου. Τόσο εύκολο έχει γίνει το Λύκειο που το απολυτήριό του δεν έχει πλέον σχεδόν καμία αξία. Το ομολογεί ανοικτά το Υπουργείο Παιδείας με τη θέσπιση της ΕΒΕ.
Η ΕΒΕ κρίνει την ικανότητα ενός υποψηφίου να παρακολουθήσει σπουδές στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Το αν θα εισαχθεί ή όχι εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα των προσφερομένων θέσεων και καθορίζεται από τα μόρια που συγκεντρώνει ο υποψήφιος. Η ύπαρξη της ΕΒΕ αποτελεί την ομολογία του Υπουργείου Παιδείας ότι το απολυτήριο Λυκείου δεν πιστοποιεί την καταλληλότητα του μαθητή να προχωρήσει στην επόμενη βαθμίδα της Εκπαίδευσης, όπως γίνεται με όλους τους άλλους τίτλους σπουδών. Για να προχωρήσεις από το Γυμνάσιο στο Λύκειο απαιτούμενο είναι να έχεις απολυτήριο Γυμνασίου. Για να πας από το Λύκειο στο Πανεπιστήμιο δεν αρκεί να έχεις απολυτήριο Λυκείου και να υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις. Πρέπει να έχεις την πιστοποίηση της ΕΒΕ ότι είσαι κατάλληλος. Ας δούμε τι συμβαίνει στο Λύκειο.
Όποιος μαθητής έχει γενικό μέσο όρο 10 περνά στην επόμενη χρονιά. Ανεξάρτητα αν έχει σε αρκετά μαθήματα βαθμό κάτω από τη βάση του 10. Μέχρι εδώ ακούγεται λογικό. Μπορεί ο μαθητής να είναι αδύνατος σε ένα μάθημα. Δεν πρέπει αυτό να τον καταδικάζει. Ο υπολογισμός του γενικού μέσου όρου είναι το πρόβλημα. Σ’ αυτό τον υπολογισμό η Γυμναστική, ένα μάθημα που υπολειτουργεί στα σχολεία μας, που δεν διαθέτουν γυμναστήρια, έχει την ίδια αξία με τη Φυσική, τη Χημεία και τη Βιολογία μαζί. Αυτά τα τρία μαθήματα που διδάσκονται στην Α Λυκείου 6 ώρες την εβδομάδα (2 ώρες το καθένα) μας δίνουν ένα βαθμό που έχει την ίδια αξία με το βαθμό της Γυμναστικής. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι τα τρία αυτά μαθήματα διδάσκονται, εξετάζονται και βαθμολογούνται ξεχωριστά και στο τέλος οι τρεις βαθμοί συμψηφίζονται σε ένα βαθμό, που λέγεται βαθμός στο μάθημα των φυσικών επιστημών. Αυτός ο ένας βαθμός έχει την ίδια αξία με το βαθμό της Γυμναστικής.
Το ίδιο συμβαίνει και στη Γλώσσα: Αρχαία Ελληνικά, Νέα Ελληνικά και Λογοτεχνία είναι τρία μαθήματα που διδάσκονται, εξετάζονται (τα Νέα Ελληνικά και η Λογοτεχνία συνεξετάζονται) και βαθμολογούνται ξεχωριστά, αλλά στο τέλος οι τρεις βαθμοί γίνονται ένας. Αντίστοιχα και στα Μαθηματικά, η Άλγεβρα και η Γεωμετρία διδάσκονται, βαθμολογούνται και εξετάζονται χωριστά αλλά στο τέλος οι δύο βαθμοί γίνονται ένας. Τα 8 παραπάνω βασικά μαθήματα στο Λύκειο μας δίνουν τελικά 3 βαθμούς. Και αν ένας μαθητής έχει και στα 8 μαθήματα σε κάθε τετράμηνο βαθμό 8 και γράψει και στα 8 μαθήματα 01 τον Ιούνιο, θα έχει σε κάθε μάθημα 5, αλλά στο τέλος της χρονιάς θα έχει αντί για 8 πεντάρια θα έχει μόνο 3 πεντάρια. Αν στη Γυμναστική, στα Θρησκευτικά και στην Πληροφορική και στα Αγγλικά έχει μέσο όρο 14, πράγμα εξαιρετικά εύκολο, αν αναλογιστούμε ότι πρόκειται για μαθήματα στα οποία χωρίς σοβαρή προσπάθεια όλοι έχουν υψηλή βαθμολογία, καταλαβαίνουμε ότι είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να μείνει κανείς μετεξεταστέος.
Αυτό το ξέρουν πολύ καλά και τα παιδιά. Ό,τι και να συμβεί θα περάσουν την τάξη. Γιατί να προσπαθήσουν; Φυσικά και κάποιοι που έχουν φιλοδοξίες (είτε οι ίδιοι είτε οι γονείς τους) θα προσπαθήσουν και θα πάνε μπροστά. Μία μεγάλη μερίδα μαθητών, όμως, θα προτιμήσει ν’ αράξει στο κινητό του, γνωρίζοντας ότι δεν έχει τίποτα να την ανησυχήσει ή να την ταράξει. Έτσι χτίζεται η αδιαφορία.
Μερικά μαθήματα έχουν ιδιαίτερη δυσκολία. Απαιτούν σκέψη, υποδομή από τις προηγούμενες τάξε και χρόνο. Πρόκειται ακριβώς για αυτά τα 8 μαθήματα, που οι βαθμοί τους συμψηφίζονται. Ο αδιάφορος μαθητής παραδέχεται ότι είναι αδύνατος στα Αρχαία και τα Μαθηματικά, για παράδειγμα, και συνεχίζει να… αράζει στο κινητό του. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσει παραπάνω. Η αδιαφορία, λοιπόν, καλλιεργείται από το σχολείο. Εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας στην εύκολη λύση. Βρίσκουν το παράθυρο για να ξεφύγουν και τους το αφήνουμε ανοιχτό.
Οι καθηγητές των μαθημάτων που είναι δύσκολα ζορίζονται. Βλέπουν ότι το 30% των μαθητών δεν καταλαβαίνουν το μάθημά τους και δεν τους ενδιαφέρει να το καταλάβουν. Εκεί νιώθεις ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Πρέπει να κάνεις μάθημα σε μαθητές που αρνούνται τη συμμετοχή τους, αδιαφορώντας για ό,τι γίνεται στην τάξη.
Οι μέτριοι μαθητές βλέπουν ότι τα… κουτσοκαταφέρνουν και νιώθουν ότι είναι πολύ καλοί. Τα μυαλά τους φουσκώνουν και πιστεύουν ότι είναι εξαιρετικοί μαθητές και μπορούν να έχουν πολύ μεγάλες φιλοδοξίες. Η σύγκριση με τους αδιάφορους τους δίνει μεγάλη αυτοπεποίθηση.
Οι πραγματικά καλοί μαθητές σπανίζουν πια. Όποιον καθηγητή και να ρωτήσετε θα σας πει ότι ελάχιστοι είναι πια οι πολύ καλοί μαθητές. Η πτώση του επιπέδου είναι πολύ μεγάλη τα τελευταία χρόνια. Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA του ΟΟΣΑ το επιβεβαιώνουν. Πέρα από το ότι ένας στους τέσσερις μαθητές είναι λειτουργικά αναλφάβητος και στα 3 εξεταζόμενα αντικείμενα, είναι πολύ λίγοι και οι αριστούχοι μαθητές, σε σχέση με τις άλλες χώρες.
Είναι προφανώς πολύ άδικο οι γνώσεις στα τρία μαθήματα της γλώσσας που μας δίνουν ένα βαθμό να έχουν την ίδια αξία με τον βαθμό της Γυμναστικής. Πρόκειται για ένα κακό πρότυπο προς τα παιδιά μας. Το θέμα, φυσικά, δεν είναι να κόψουμε τα παιδιά. Το θέμα είναι να τους περάσουμε το μήνυμα ότι δεν πρέπει να αδιαφορούν για τα βασικά μαθήματα. Πρέπει να δώσουμε ξανά αξία στα βασικά μαθήματα, αυτά που είναι απαραίτητα για να μην είναι λειτουργικά αναλφάβητος ο άνθρωπος. Οι λειτουργικά αναλφάβητοι αποτελούν το εύκολο θύμα κάθε δημαγωγού και θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνία μας. Είναι σημαντικό για την ευημερία όλων μας.
*Ο Στράτος Στρατηγάκης είναι μαθηματικός – ερευνητής