Skip to main content

Η αντιφατική Οικονομική Πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ

REUTERS/Carlos Barria

Η σχεδιαζόμενη οικονομική πολιτική καθώς και τα νέα μέτρα που εξαγγέλθηκαν από το νέο Πρόεδρο, αναμένεται να δημιουργήσουν μάλλον περισσότερα προβλήματα και στις ΗΠΑ παρά να λύσουν

Ο νέος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής  έχει συχνά αναφερθεί, κυρίως την προεκλογική περίοδο, σε στόχους και μέτρα οικονομικής πολιτικής, τα οποία θα εφαρμόσει στην τρέχουσα τελευταία θητεία του, ατάκτως ερριμμένους, χωρίς την παρουσίαση ενός πλήρους,  συνεκτικού, ολοκληρωμένου προγράμματος.

Στο ίδιο μοτίβο συνέχισε και στην ομιλία της ορκωμοσίας του, εξαγγέλλοντας ορισμένα μέτρα οικονομικής πολιτικής τα οποία στηρίζουν το αφήγημά του, το όραμα  όπως το ονομάζει ο ίδιος, για την Αμερική του μέλλοντος. Αυτά σε συνδυασμό και με τις υπόλοιπες εξαγγελίες φρόντισαν να δημιουργήσουν μεγάλη αναταραχή σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου. Επειδή δε πρόκειται, όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο αλλά και με τον τρόπο που παρουσιάσθηκαν, για πρωτόγνωρη εμπειρία, είναι δικαιολογημένα  τα αισθήματα ανησυχίας και φόβου που γέννησαν οι τοποθετήσεις του.

Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της «ανατρεπτικής» οικονομικής πολιτικής του νέου Προέδρου. Πρώτον, η θρησκευτική προσήλωσή του στη φιλοσοφία και τις μεθόδους του προστατευτισμού με την επιβολή δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα και δεύτερον, η αυταρχική επιβολή μέτρων χωρίς  ελέγχους νομιμότητας, εποπτικούς κανόνες, διαδικασίες  και διαβουλεύσεις δημοκρατικής τεκμηρίωσης.

Οι δασμοί, που ήδη προανήγγειλε και χωρίς αμφιβολία θα επιβάλλει το αμέσως προσεχές διάστημα, έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα, στοχεύουν δε στην αναθέρμανση της αμερικανικής οικονομίας και στη μείωση του μεγάλου εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ, το οποίο καταγράφουν εδώ και δεκαετίες έναντι κυρίως της Κίνας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα έσοδα δε από τους δασμούς «θα αντικαταστήσουν τους άμεσους φόρους που πληρώνουν οι Αμερικανοί πολίτες». Τόσο απλά και με εμφανή βεβαιότητα για την αποτελεσματικότητά τους.

Όμως, η επιβολή δασμών του μεγέθους των 60-100% στις εισαγωγές από την Κίνα, 20% από το Μεξικό και Καναδά και 10-20% από την Ευρώπη, είναι μια παρέμβαση μεγατόνων στις διεθνείς συναλλαγές, η οποία θα προκαλέσει πρωτόγνωρες ανισορροπίες τόσο στις εφοδιαστικές αλυσίδες μιας έντονα αλληλεξαρτώμενης παγκόσμιας οικονομίας, όσο και στη διακίνηση των προϊόντων.

Σε πρώτο χρόνο αναμφίβολα η επιβολή υψηλών δασμών θα λειτουργήσει σε βάρος των χωρών που στοχεύουν οι αυξήσεις. Η Κίνα, η οποία στηρίζει την οικονομία της στις εξαγωγές φτηνών προϊόντων, είτε με πολιτικές dumping ή ακόμη λόγω ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων, δεχόμενη το πλήγμα, θα στραφεί προς άλλες αγορές, τις οποίες θα κατακλύσει με προϊόντα χαμηλού κόστους.  Η Ευρώπη, με τη μεγάλη αγορά θα είναι ο πρώτος αποδέκτης μιας τέτοιας επιθετικής πολιτικής. Το αποτέλεσμα γνωρίζουμε εκ των προτέρων, αφού εφαρμόστηκε ήδη σε επιμέρους αγορές, όπως είναι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τα συστήματα ηλιακής ενέργειας. Πολλές εταιρείες αναγκάσθηκαν να μειώσουν την παραγωγή τους, άλλες να μετεγκατασταθούν και ένας σημαντικός αριθμός να κηρύξει πτώχευση.

Οι εξαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων είναι βέβαιο ότι θα μειωθούν και θα πλήξουν την ευρωπαϊκή βιομηχανία, η οποία βρίσκεται ούτως ή άλλως σε διαδικασία συρρίκνωσης αν όχι αποβιομηχάνισης. Κατά πάσαν πιθανότητα θα καταγραφεί εξασθένηση της ανάπτυξης στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες της Ένωσης της τάξεως του 0,5-1%, όπως προκύπτει από τους πρώτους υπολογισμούς γερμανικών ινστιτούτων μακροοικονομικής μελέτης.

Η μονομερής επιβολή δασμών, όπως συνηθίζεται, δεν θα μείνει αναπάντητη. Θα ακολουθήσουν ανάλογες κινήσεις από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Κίνα, οι οποίες θα οδηγήσουν σε υψηλότερες τιμές, αναζωπύρωση του πληθωρισμού, αύξηση της ανεργίας και μείωση της αγοραστικής δύναμης, η οποία για άλλη μια φορά θα πλήξει τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.

Στις ΗΠΑ, η εξαγγελθείσα πολιτική δασμών θα οδηγήσει σε μείωση των εισαγωγών, αύξηση των τιμών και μείωση της ζήτησης. Επίσης, παρά τα σημαντικά πλεονεκτήματα που αναμφίβολα διαθέτει η χώρα σε ότι αφορά τη διευκόλυνση της παραγωγής, κίνητρα, φθηνότερη ενέργεια, κεφάλαια υψηλού ρίσκου και τεχνολογική πρωτοπορία, η αποσύνδεση από τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες πιθανόν να οδηγήσει σε επιβράδυνση της ανάπτυξης, κάτι που λόγω του μεγέθους και της σημασίας της χώρας θα έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.

Οι τάσεις αποσταθεροποίησης ενισχύονται και με την αναμενόμενη αύξηση της ισοτιμίας του δολαρίου. Ήδη το αμερικανικό νόμισμα θεωρείται υπερτιμημένο σε συνδυασμό δε και με την επερχόμενη αύξηση του κρατικού δανεισμού, όπου  για να καλυφθούν οι μειώσεις των φόρων θα προκύψει δανεισμός 7,75 δις δολάρια, θα προκύψει μια περαιτέρω ενίσχυση. Αυτό διευκολύνει κάπως τις ευρωπαϊκές  εξαγωγές δημιουργεί όμως τεράστιες επιβαρύνσεις στους προϋπολογισμούς, λόγω της αποκλειστικής σχεδόν χρήσης του αμερικανικού δολαρίου στα συμβόλαια της παγκόσμιας ενεργειακής αγοράς. Επιπλέον, με το δανεισμό θα  αυξηθούν τα επιτόκια, κάτι που επιδρά αρνητικά στα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων, ενώ επίσης θα δημιουργήσει προβλήματα στην ομαλή εξυπηρέτηση του ούτως ή άλλως υπέρογκου δημοσίου χρέους της χώρας.

Συμπερασματικά, η σχεδιαζόμενη οικονομική πολιτική καθώς και τα νέα μέτρα που εξαγγέλθηκαν από το νέο Πρόεδρο, αναμένεται να δημιουργήσουν μάλλον περισσότερα προβλήματα και στις ΗΠΑ παρά να λύσουν. Η οικονομία της αγοράς ρυθμίζεται με τους δικούς της μηχανισμούς και δεν υπακούει σε προεδρικά διατάγματα.  Επειδή δε τα μακροοικονομικά μεγέθη της χώρας που παρέλαβε ο κύριος Trump είναι ικανοποιητικά, η χώρα έχει αυξήσει άλλωστε το ΑΕΠ της μετά από τη μεγάλη χρηματοοικονομική  κρίση που η ίδια δημιούργησε κατά 70%, καταγράφοντας κέρδη  σε όλες τις κρίσεις που ακολούθησαν, τόσο με τις αυξημένες πωλήσεις όπλων όσο και με τις πωλήσεις υγρού αερίου, θα έπρεπε να επικεντρώσει  τις προσπάθειες σε ένα αντικείμενο που του χάρισε ακριβώς και τη εκλογή του. Αυτό έχει σχέση με τη διευρυμένη ανισότητα και την αδυναμία του μέσου αμερικανικού νοικοκυριού να ανταπεξέλθει στις αυξημένες λόγω πληθωρισμού δαπάνες.

Και κάτι σχετικό με το «νέο» στυλ επιτελικού κράτους του ενός ισχυρού ανδρός, ένα επιμύθιο: Απέναντι στο αποφασίζομεν και διατάσσομεν πρέπει στην εποχή μας να αντιτάξουμε τη φωνή της λογικής, της μετριοπάθειας, του σεβασμού στους θεσμούς, της ανιδιοτελούς ενσυναίσθησης και προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο. Άλλωστε, η λήψη αποφάσεων χωρίς δημοκρατικό έλεγχο έχει αποδειχθεί, ότι διευκολύνει τη διαφθορά. Εκεί ανθούν οι φιλικές, συγγενικές και κομματικές διευκολύνσεις που οδηγούν σε σπατάλη δημόσιων πόρων σε βάρος της κοινωνίας και της πατρίδας.

*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς